26/3/13 0 σκέψεις

Κυπροβατώντας.


Πήγα για τα ψώνια της ημέρας.
Γυρνώντας, γλίστρησα κι έπεσα μπροστά σε μια Τράπεζα Κύπρου.
Τραντάχτηκαν τα σωθικά μου και
νόμισα θα γίνω δωρήτρια οργάνων παρά τη θέλησή μου.
Χωρίς διαβούλευση,
χωρίς σκληρές διαπραγματεύσεις.
Δυο κιλά ντομάτες και ένα γιαούρτι activia
αποφάσισαν την έξοδό τους από τη σακούλα μου
και χόρεψαν μια σούστα πάνω στο πεζόδρομιο.
Λεβέντικη,
πατριωτική,
υπεύθυνα αριστερή.
Ύστερα έγιναν λιώμα αλλά
παρίσταναν ότι σώθηκαν από την καταστροφή.
Φώναξα: «βοήθεια,
ποιος θα μου προσφέρει το μπράτσο του
να περπατήσουμε μαζί ως το επόμενο ευρώ;».
Δεν απάντησε κανείς. 
Οι μισοί γύρω μου ήταν τραπεζίτες
κι οι άλλοι μισοί ερωτευμένοι με ένα στραγγισμένο ATM.
Δε βαριέσαι.
Σηκώθηκα μόνη μου.
Στάθηκα στα πόδια μου.
Είχαν ατροφήσει πια. 
Δε βαριέσαι.
Βαριέμαι.
Εγώ πάντα το έλεγα,
είναι βαρετό να δουλεύεις σε τράπεζα.
Πόσο μάλλον να περνάς απ' έξω.


 
;