26/8/11 6 σκέψεις

Το πλουσιοκόριτσο, τα καράβια και η Ζεύξιδος.




Αγαπητό ημερολόγιο,

σήμερα ξύπνησα νωρίς το πρωί. Σηκώθηκα από το κρεβάτι με αργές, αριστοκρατικές κινήσεις. Έβαλα lounge μουσική να παίζει και έπλυνα με προσοχή το πρόσωπό μου. Το αγαπώ το πρόσωπό μου, δε θέλω να μου πάθει τίποτα. Λίγη πούδρα και δυο στρώσεις μάσκαρα φτάνουν για να δείχνω φρέσκια και ορεξάτη για τη ζωή. Φόρεσα το αγαπημένο μου τζιν και εκείνη την πράσινη μπλούζα με τα υφασμάτινα τριαντάφυλλα για τιράντες. Φυσικά, μέσα από το παντελόνι, για να φαίνεται κι η μάρκα του την ώρα που οι ακτίνες του ήλιου, ανίκανες να του αντισταθούν, αγκαλιάζουν τη γραμμή του, που εφαρμόζει τέλεια. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, μου έστειλα δυο φιλιά και ξεκίνησα για το κέντρο.

Δυστυχώς, μένω δυτικά. Αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε από τα ανατολικά γιατί τα καράβια του μπαμπά έπεσαν έξω. Τι κρίμα, κι ήταν τόσο όμορφα καράβια! Δεν έχουμε πια τα λεφτά που είχαμε.  Κι εγώ πολλές φορές κυκλοφορώ μόνο με δέκα ευρώ στο louis vitton (αυθεντικό, παρακαλώ!) πορτοφόλι μου. Όπως σήμερα. Αχ, ένιωσα γυμνή! Πάλι καλά που έχω δυο ντουλάπες γεμάτες με ακριβά ρούχα των αγαπημένων μου σχεδιαστών. Υπάρχει Θεός τελικά! Πού είχα μείνει; Α, ναι. Με δέκα ευρώ, λοιπόν, μπήκα στο λεωφορείο για το κέντρο. Τα λεωφορεία εδώ δεν είναι όπως τα δικά μας στα ανατολικά. Εδώ είναι πιο παλιά μοντέλα, βρώμικα και κουβαλούν πολύ περίεργο κόσμο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου τέτοιους ανθρώπους. Ποτέ δεν ανέβαινα πιο πάνω από την Τσιμισκή. Όσο πλησίαζα την Εγνατία, βλέπεις, με έπιαναν τα αλλεργικά μου. Αυτοί εδώ δεν κάνουν μπάνιο, υψώνουν τον τόνο της φωνής τους με το παραμικρό και κολλάνε γιατί είναι συνεχώς ιδρωμένοι. Η διαδρομή είναι  μισή ώρα αλλά πάντοτε τη νιώθω σαν μισό αιώνα.

Σήμερα, μάλιστα, κάθισε ένας άπλυτος κύριος απέναντί μου, με κάτι αφρούς στο στόμα. Φορούσε μια πορτοκαλί φανέλα και η κοιλιά του προεξείχε. Κρατούσε ένα φθηνό κασετοφωνάκι που έπαιζε σκυλάδικα, επειδή εδώ στα δυτικά δεν υπάρχει κουλτούρα. Με κοιτούσε συνεχώς και όποτε έκανα το λάθος να γυρνάω το κεφάλι μου προς το μέρος του, χαμογελούσε και του έτρεχαν τα σάλια. Ήθελα να βάλω τα κλάματα αλλά είχα ραντεβού με την παρέα μου και δεν είχα καμία όρεξη να εμφανιστώ με την μάσκαρα στα μάγουλα. Ευτυχώς, ο ενοχλητικός κατέβηκε σχετικά σύντομα και μπόρεσα να αναπνεύσω.

Για να το πω πιο σωστά, κατάφερα να αναπνεύσω μόλις έφτασα στη Ζεύξιδος. Πόσο τον αγαπώ αυτόν τον δρόμο! Ότι άσχημο και να συμβαίνει στην πόλη, εκεί νιώθω ήρεμη. Θυμάμαι μια φορά που κάποιοι για κάποιον λόγο έκαναν πορεία και γίνονταν επεισόδια στους άλλους δρόμους της πόλης, αλλά εγώ και η παρέα μου δεν εγκαταλείψαμε τα espresso μας. Αυτό έλειπε, να μας χαλάσουν και την ησυχία μας. Συνηθίζουμε να καθόμαστε με τις ώρες και να παίζουμε συνωμοτικά την αστυνομία της μόδας. Κοιτάμε όποιον περνάει, βαθμολογούμε τα ρούχα του και βγάζουμε νικητή. Συνήθως, περπατούν πολλοί άνθρωποι με στυλ ανάμεσά μας και είναι πολύ δύσκολο το έργο μας. Επιστρέφω σπίτι εξαντλημένη.

Αγαπητό ημερολόγιο, δεν πειράζει που μένουμε στα δυτικά. Ελπίζω ότι θα είναι προσωρινό μέχρι τα καράβια του μπαμπά να ξαναπέσουν μέσα. Όχι τίποτε άλλο, ήταν και όμορφα καράβια…
20/8/11 0 σκέψεις

...τον χρ(ιστό)φορό μου.



Πάντοτε οι αράχνες νικούν στο τέλος. Στο τέλος νικούν πάντοτε οι αράχνες. Οι αράχνες στο τέλος πάντοτε νικούν. Νικούν οι αράχνες στο τέλος πάντοτε. 

Πάντοτε.

Κι εγώ πάλι μπέρδεψα τους λόγους μου..
19/8/11 0 σκέψεις

Ένα μπουκάλι παρελθόν



«Κάθε καλοκαίρι, η ίδια ιστορία. Κι ύστερα, λένε, μείνε μακριά από τη ρουτίνα γιατί δεν το ‘χει σε τίποτα να αφηνιάσει και να σε καταπιεί στην άχρωμη, άοσμη και άγευστή της δίνη. Κληρονομιά από τη γιαγιά ένα ηλίθιο έθιμο, μόνο εγώ το κρατάω τόσο καιρό, κι ας παριστάνουν δήθεν οι υπόλοιποι πως θέλουν να μένουν μόνοι τους για να πετάξουν το παρελθόν τους στη θάλασσα, να χαθεί στον πάτο του καλοκαιριού. Σε ένα μπουκάλι να χωρέσεις ό,τι χειμερινό σε πλήγωσε, να το φάει η αρμύρα και να μη το ξεβράσει ποτέ. Δεν κλείνονται οι χειμώνες που πονάνε με φελλούς, ρε γιαγιά. Το ήξερες ακόμη και εσύ πριν βαφτίσεις οικογενειακή παράδοση μια αυγουστιάτικη σαχλαμάρα. Κάθε χρόνο, η Πανσέληνος, το παρελθόν μου κι εγώ.

Φέτος, ξεχειλίζει το μπουκάλι κομμάτια από χαρτί, σκισμένα με μανία. Φωτογραφίες με χαμόγελα σε ποτάμια, θάλασσες και υγρούς, χωμάτινους δρόμους. Παρελθόν. Διαδρομές που νόμιζες ότι δεν θα καταλήξουν ποτέ στο καλάθι των αχρήστων, κι όμως αόρατα χέρια κατάφεραν και τις ξεστράτισαν. Παρελθόν. Απώλειες ανθρώπων που υπήρξαν σημεία αναφοράς. Παρελθόν. Απώλειες ανθρώπων. Επίσης. Τα πόδια μου βουλιάζουν στην υγρή άμμο, δροσίζονται από το κύμα και από τις παγωμένες πέτρες. Τα χέρια μου καίνε γιατί κρατάνε τον χειμώνα μου. μόλις ξεριζώθηκε με κόπο από μέσα μου. Ζεματάει.

Και στο ξαναλέω, ρε γιαγιά. Θα το πετάξω μακριά το γυάλινο παρελθόν που με κουβαλάει συχνά αυτό αντί να το κάνω εγώ. Αλλά φέτος, θα είναι διαφορετικά. Φέτος, θα περιμένω να το ρουφήξει ο βυθός, σαν να διψά για παρωχημένους πόνους ενός ασήμαντου ανθρώπου, ενός σάρκινου κόκκου άμμου ανάμεσα σε τόσους άλλους. Δεν μπορώ να ξέρω ότι ακόμα και πνιγμένες, οι στιγμές μου παραμένουν ύλη. Ο υπόλοιπος κόσμος διαγράφει τα άσχημα και στοχεύει στα όμορφα όταν η χρονιά αλλάζει. Η δική μου οικογενειακή παράδοση με κάνει πρωτότυπο. Και ξεχωριστό. Με έναν τρόπο που δε γεμίζει το μάτι μου αλλά την βαρετή Πανσέληνό μου.

Θα το στριφογυρίσω πρώτα στον αέρα. Δυο, τρεις και τέσσερις φορές. Λιγότερες από όσες στριφογύριζε στο μυαλό μου η κάθε ανάμνηση ξεχωριστά. Και το αεράκι που φυσά θα το στείλει ακόμα πιο βαθιά στα μαύρα νερά. Δεν είναι κανείς γύρω μου να ματιάξει τη ρίψη μου, μόνο κάτι ξεχασμένες, ριγωτές ομπρέλες χωρίς μάτια.

Μερικά κοφτά βήματα, ένα τίναγμα, τελευταίος θυμός και μια κραυγή. Ανακούφιση. Δεν θα κάτσω να προσέχω μπας και πάει αντίθετα στη φύση και το ξεράσει η θάλασσα στα πόδια μου. Δεν θα φοβηθώ το παρελθόν. Δεν θα ξαναγυρίσει, εάν δεν το θέλω εγώ. Τώρα κατάλαβα γιατί το έβαζες, ρε γιαγιά, σε ένα μπουκάλι. Γιατί τίποτα ποτισμένο με αόριστο χρόνο δεν αξίζει να πιάνει παραπανίσια έκταση. Καλό παρόν και καλό καλοκαίρι μας».  

*Δημοσιεύθηκε στο Pepper magazine #10, Αύγουστος 2011
17/8/11 0 σκέψεις

Γεματοματόζουμο.




Σε ένα σπίτι γεμάτο ντομάτες

το ψωμί δεν θα βρει πού να κρυφτεί τον χειμώνα.

Μόνο τα ζουμιά τους, 

έτσι όπως κυλάνε στις γραμμές της ζωής, της παλάμης

θα είναι, για πολύ καιρό ακόμη

σαν τα «σακιά» της Καρυστιάνη.

Επιεικώς ανυπέρβλητα. 
 
;