29/5/11 0 σκέψεις

Αγανακτισμένοι εσΑΕΙ.



Ηθελα να γράψω για τους «Αγανακτισμένους» από την πρώτη μέρα των κινητοποιήσεών τους. Από εκείνο το απόγευμα της 25ης Μαϊου που ο κόσμος κατέβηκε πιο μαζικά από ποτέ στα γρασίδια του Λευκού Πύργου. Τότε που ακούστηκαν τα πιο δυνατά συνθήματα από κάθε επόμενη μέρα της πιο ακομπλεξάριστης συγκέντρωσης διαμαρτυρίας που έχουν δει τα μάτια μου. Δεν το έκανα, όμως. Δεν το έκανα επειδή δεν ήμουν εκεί την περασμένη Τετάρτη, στην κορύφωση του πράγματος. Οσο χτυπούσαν κατσαρόλες οι «Αγανακτισμένοι», εγώ βρισκόμουν πολλά μέτρα μακριά, σε ένα ροζ κτίριο της Εγνατίας οδού, παρακολουθώντας ένα πανεπιστημιακό μάθημα. Εχασα, έτσι απλά, μερικές από τις παραστάσεις που μπορεί να με ακολουθούσαν σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου.

Δεν ανήκα ποτέ σε όσους κατηγορούσαν από την κορφή έως τα νύχια τα ελληνικά Πανεπιστήμια. Αναγνώριζα τα στραβά τους αλλά προσπαθούσα να επικεντρωθώ στα πολύτιμα, σε εκείνα που θα μπορούσα να αφομοιώσω για να οδηγήσω την σκέψη μου ένα βήμα παραπέρα. Συχνά, το πετύχαινα. Επρεπε να φτάσω στο τέταρτο έτος των σπουδών μου για να σπάσει κάτι μέσα μου. Για να αγανακτήσω. Εστω και με τον δικό μου, εσωτερικό τρόπο.

Δουλέψαμε με την Ε. και τη Σ. ένα θέμα που – όσο απίστευτο κι αν ακούγεται – αφορά τους Θεσσαλονικείς. Ένα θέμα πολιτιστικό με κοινωνικές προεκτάσεις ή κοινωνικό με πολιτιστικές προεκτάσεις, όπως θέλει το βλέπει κανείς. Δεν κάναμε το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Αλλωστε, ποτέ δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Δεν εκτιμήθηκε καθόλου η προσπάθειά μας. Ακόμα χειρότερα, κατακρεουργήθηκε. Χωρίς την έγκρισή μας. Και προβλήθηκε σε ένα κοινό, έτσι ακρωτηριασμένη, πληγωμένη και περιφρονημένη όπως ήταν. Για εμάς χωρίς εμάς. Τουλάχιστον, εγώ δεν ήμουν εκεί. Συνειδητά και χωρίς καμία δεύτερη σκέψη. 

Καταλαβαίνω την άκρως μοιρολατρική φράση παρηγοριάς «έτσι είναι η ζωή». Πολύ περισσότερο, τη φράση «έτσι είναι αυτή η δουλειά». Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα με πείραζε καν. Δεν θα άφηνα να με επηρεάσει τόσο. Δεν μπορώ να αντέξω όμως την αδικία, ούτε τα λογικά μου επιχειρήματα να χτυπούν σε έναν τοίχο και να γυρίζουν ξανά πίσω σε μένα. Ισως δεν μπορώ να το αφήσω να περάσει στο παρελθόν λόγω του γενικότερου επαναστατικού κλίματος που πλανάται στην πόλη. Επαναστάτης μπορείς να είσαι ακόμη και αν δεν σπας ό,τι βρεις μπροστά σου. Μπορείς να είσαι, εάν έχεις σπάσει μέσα σου. Εάν έχεις αγανακτήσει..
28/5/11 0 σκέψεις

Το καλοκαίρι, κάνεις βήματα.

*To σκηνικό της παρακάτω ιστορίας είναι μια συναυλία του Κωστή Μαραβέγια στο «Γαία» στα μέσα του Γενάρη. Οι άνθρωποι, όταν πιστεύουν, εξακολουθούν να πετυχαίνουν μικρές, προσωπικές νίκες..



«Κόσμος πολύς. Φώτα, μπύρες στα χέρια και ατέλειωτος χορός σε ένα live που έφερε το καλοκαίρι στην πόλη στα μέσα του Γενάρη. Πριν ξεκινήσει η συναυλία, στη διάρκειά της, στο διάλειμμα και αφού τελείωσε, ένα ζευγάρι σχεδόν μπροστά στη σκηνή φρόντιζε να θυμίζει σε όλους τους υπόλοιπους πως μαζί με το καλοκαίρι - έστω και μεταφορικά - έρχεται και ο έρωτας. 

Εκείνη ήταν γύρω στα περασμένα σαράντα κι εκείνος αρκετά χρόνια νεότερος. Οταν δεν αντάλλαζαν φιλιά πάθους, ήταν σφιχταγκαλιασμένοι και, όταν ο ένας από τους δύο απομακρυνόταν, είτε για να πιει ένα ποτήρι νερό είτε για να πάει τουαλέτα, ο άλλος τον περίμενε, κοιτώντας ανυπόμονα προς το μέρος του. Ολα τα βλέμματα, περίεργα και μη, έπεφταν επάνω τους κι εκείνοι αδιαφορούσαν, γιατί πολύ απλά δεν αντιλήφθηκαν τίποτα.

Για να πω την αλήθεια, τους χάρηκα. Εγιναν αντικείμενο σχολιασμού από τις παρέες τριγύρω και δεν έδειχναν καθόλου επηρεασμένοι από αυτό. Βγήκαν έξω για να διασκεδάσουν. Βγήκαν για να είναι μόνο οι δυο τους και αυτό ακριβώς έκαναν. Ηταν μόνο οι δυο τους σε ένα πλήθος εκατοντάδων ανθρώπων, οι οποίοι έμοιαζαν για εκείνους διακοσμητικά στοιχεία. 

Τους κοιτούσα και προσπαθούσα να καταλάβω από πού πήγαζε αυτή η ελευθερία, η ανεξαρτησία τους. Η αδιαφορία απέναντι στα αδιάκριτα βλέμματα και τους κακοπροαίρετους ψιθύρους. Η γυναίκα των περασμένων σαράντα με τα κόκκινα μαλλιά και το λευκό παλτό φαινόταν αρκετά ταλαιπωρημένη στη ζωή της έως τώρα. Σαν να είχε υπομείνει αρκετούς περιορισμούς και να μην άντεχε πια να δίνει κανενός είδους λογαριασμό σε κανέναν. Εκείνος έμοιαζε σίγουρος για την επιλογή του να την έχει δίπλα του. Συνδύαζαν μια μικρή, προσωπική επανάσταση και μια έμφυτη αποφασιστικότητα. Και ίσως αυτό αρκεί, για να ζεις χωρίς ''τρίτους''. Να αλληλοσυμπληρώνεσαι, χωρίς να αυτολογοκρίνεσαι». 

free press «Διαδρομές», 27.01.2011.
22/5/11 0 σκέψεις

Εστω και στις καρέκλες.



Γέρος: Σωστά. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. Εγώ έχω ένα ιδανικό στη ζωή μου. Ισως είμαι σοφός, όπως λες. Ισως είμαι προικισμένος, όπως λες, αλλά δεν έχω μεγάλη ευχέρεια στην έκφραση. Δεν έχω μεγάλη ευχέρεια να πω αυτά που θέλω. Αλλά πρέπει να τα πω όλα. Πώς θα τα πω;


Γριά: Θα τα πεις. Το σύμπαν περιμένει εσένα. Πρέπει να τα πεις.


Γέρος: Ναι, ναι. Θα τα πω.


Γριά: Το αποφάσισες; Επιτέλους. Νιώθω περήφανη κι ευτυχισμένη που τελικά αποφάσισες να μιλήσεις. 


Γέρος: Ναι, αλλά δεν έχω ευχέρεια. 


Γριά: Μόλις αρχίσεις, θα σου έρθει η ευχέρεια. Τα πράγματα μας έρχονται φυσικά, όπως η ζωή και ο θάνατος. Φτάνει να το πάρεις απόφαση. Μόλις αρχίσει κάποιος να μιλάει, βρίσκει τις ιδέες, τις λέξεις, τον εαυτό του και μαζί την πόλη, τον κήπο και, ίσως, τη βεβαιότητα ότι δεν είναι ορφανός. 


* Απόσπασμα από το έργο «Καρέκλες» του Ε. Ιονέσκο. 


8/5/11 0 σκέψεις

«Θα σε γεμίσω σκόνη».



Κυριακή. Ηθελα να γράψω. Κάτι. Εστω και δυο σειρές. Τελευταία, δεν γράφω. Όχι γιατί προτιμώ να ζω αλλά γιατί έγιναν λιγάκι θολές οι αναφορές μου. Χθες το βράδυ, άφησα τους πόρους μου να ρουφήξουν τη φωνή που δεν θα με προδώσει ποτέ. Δυο, τρεις στιγμές μοναξιάς μέσα σε μια κονσέρβα με τραπέζια. Ενας γρήγορος απολογισμός. Μετράω κι εγώ τους ανθρώπους μου μαζί της κάθε φορά που την βλέπω από κοντά. Κάποιους του βρίσκω κι άλλους τους χάνω. Δεν έχει σημασία. Δεν έχω σημασία. Τουλάχιστον όχι τόση όση νομίζω πως έχω. Μετά ανακάλυψα αυτό. Μόλις το άκουσα, κατάλαβα σε ποιον ανήκουν οι στίχοι που μου 'χουν γίνει «δέρμα». Και θυμήθηκα ξανά, μετά από καιρό, τη δύναμη που 'χουν οι λέξεις. 
 
;