30/3/11 2 σκέψεις

Η Γυναίκα Σημαδούρα και ο Ψόφιος Κολιός



Εχει την τάση να επιπλέει. Εχει μια κλίση στην επιφάνεια. Είναι η Γυναίκα Σημαδούρα. Πορτοκαλί και ανθεκτική σε όλες τις συνθήκες. Σαν βράχος μες τη θάλασσα. Σαν βράχος ελαφρύς και αβύθιστος. Ορατή από όλους. Φαινομενικά. Μια στάση σε ό, τι απέραντο και υδάτινο. Ξεκουράζει όσους ασθμαίνουν. Κουράστηκε να ξεκουράζει τις αγύμναστες ανάσες. Κι όμως, το κάνει. Κι όμως, δεν μπορεί να μην το κάνει. Είναι καρφωμένη. Σαν χτισμένη με μπετόν στον βυθό της. Ορισμένη αιώνια να δηλώνει τις αποστάσεις κι η ίδια τόσο αποστασιοποιημένη. Η ίδια της τόσο ίδια. Η Γυναίκα Σημαδούρα που δεν θα μουλιάσει ποτέ την ταυτότητά της στην αλμύρα που καίει τις πληγές. Η Γυναίκα που θα παραμείνει Γυναίκα και η Σημαδούρα που θα παραμείνει Σημαδούρα. Κι ύστερα, και τα δυο μαζί. Την δένουν αρμονικά στον πάτο της γλιστερής πέτρας που ψάχνει να ταϊστεί με αίμα. Την δένουν χωρίς επίρρημα και την απορροφούν.

Γύρω της πάντα ένας κολιός που παριστάνει τον ψόφιο. Γύρω της πάντοτε ο Ψόφιος Κολιός. Λιπαρό ψάρι, λένε. Με λύπες πολλές και άλλες τόσες ματαιώσεις. Τη βλέπει παγιδευμένη σε ένα θαλασσινό τετράγωνο και δεν κάνει τίποτα για να τη σώσει. Θέλει. Τη θέλει αλλά φοβάται. Τι θα πει ο Αύγουστος που τον κρεμά στα στόματα του κόσμου. Εκείνη κρατιέται καμιά φορά από τα λέπια του κι ελπίζει. Ονειρεύεται πως ξεκολλά από το βάθος της καρφιτσωμένη στην ουρά του. Μόνο που κρατάει λίγο το όνειρο. Εκείνος το κάνει εφιάλτη. Παριστάνει τον ψόφιο. Ξανά και ξανά. Ανύποπτα. Ετσι είναι πιο ασφαλής, νομίζει. Ετσι δεν χάνει τίποτα. Μπορεί να μην κερδίζει αλλά τουλάχιστον δεν χάνει. Δεν είναι κάθε πράγμα στον καιρό του. Ο καιρός είναι που ορίζει τα πράγματα.

* Κι η Γυναίκα Σημαδούρα είχε κάποτε διαβάσει ότι «στον έρωτα και στη θάλασσα πρέπει να βουτάς με το κεφάλι». Δεν το πίστεψε ποτέ. Αλλωστε, δεν είναι ικανή να βουτά. Μόνο να επιπλέει. Δεν έχει και κεφάλι. Το έκοψε για να μην αισθάνεται βαριά. Τώρα πια, αγαπά πολύ τον εαυτό της.   


29/3/11 0 σκέψεις

Το μέτρημα περνά, μαμά.



Τους ανθρώπους της ζωής μου κάθισα να τους μετρήσω. Τους παρόντες και τους απόντες. Τους μποέμ αρτίστες, τους μουσικούς, τα αμήχανα παιδιά. Τους κλεμμένους. Τους κρυμμένους. Τους κοινόχρηστους. Τους ξένους. Τα αγρίμια. Τους αγγέλους. Τους πιο κανονικούς και τους πιο προσωπικούς. Αλλοτε μου βγαίναν λίγοι κι άλλοτε πολλοί. Αλλά όλοι τους περνούν, μαμά. Μου στέλνουν καρτ-ποστάλ από νησιά και πάντοτε περνούν, μαμά. Θα ‘θελα να φέρω κάποιον πιο κοντά μα πάει η καρδιά ρηχά. Τους νιώθω μυστικά να επιθυμούν ωκεανούς αλλά δεν ζω με το αίσθημα. Οι λογικοί δεν ζουν με το αίσθημα. Εκεί που έμοιαζα να έχω αξία, ξέμεινα στη χειραψία. Κι έτσι, μαζεύω ρέστα από την καρδιά, μαμά.

Με τη μοναξιά που επείγει, μόνη μου ξανά.
7/3/11 6 σκέψεις

Blue Valentine - 2010




Η ταινία «Blue Valentine» είναι ένα πιστό φωτοαντίγραφο των σύγχρονων ερωτικών σχέσεων. Η ρεαλιστική ματιά και τεχνική του σκηνοθέτη της (Derek Cianfrance) την φέρνει τόσο κοντά στην πραγματικότητα, που μερικές φορές «γίνεται» η ίδια η πραγματικότητα. Για περίπου δυο ώρες, το συναίσθημα του έρωτα έρχεται αντιμέτωπο με τις δύο του φύσεις – την αυτοεπιβεβαίωση και την αυτοκαταστροφή –, μέσα από την παρακολούθηση της κοινής ζωής ενός ζευγαριού που ξεκινά να κολυμπά στα όνειρά του ώσπου τελικά πνίγεται μέσα σε αυτά. Η μάλλον μέσα στην έλλειψη τους.  

Ενας νεαρός άνδρας με ταλέντο στη μουσική, το οποίο δεν καλλιέργησε ποτέ, βάφει σπίτια για να βγάζει τα προς το ζην και πίνει αλκοοόλ στον ελεύθερο του χρόνο. Μία εξίσου νεαρή γυναίκα, που κάποτε είχε πάθος με την Ιατρική και τώρα με το ζόρι στέκεται όρθια στη βάρδιά της στο νοσοκομείο, είναι μονίμως ανικανοποίητη από την τροπή που έχει πάρει η ζωή της. Ο Ντιν (Ryan Gosling) και η Σίντι (Michelle Williams) είναι γονείς ενός μικρού κοριτσιού και κάποτε υπήρξαν ερωτευμένοι.

Πότε; Σκηνές από την αρχή του ειδυλλίου τους παρεμβάλλονται σαν μικρές οάσεις στην κεντρική αφήγηση της ιστορίας τους. Οι φωτεινές εκδοχές των ηρώων επιτείνουν ακόμα περισσότερο την φθορά τους στο παρόν. Τους καθιστούν όμως και λιγότερο τραγικούς. μπορεί να είναι πλέον στάχτες, αλλά είναι τα απομεινάρια μιας φωτιάς που κάποτε πράγματι έκαιγε. Η κοπέλα πράγματι χόρεψε κάποτε αδέξια στους ρυθμούς του γιουκαλίλι που πράγματι κάποτε συνήθιζε να παίζει το αγόρι, λίγα χρόνια πριν βρεθούν κι οι δυο τους να ψάχνουν στα χορτάρια τη βέρα που πέταξαν μακριά με θυμό πάνω στον καυγά τους.

Κι όπως σε κάθε ταινία που σέβεται τον εαυτό της και τον ρόλο της, μετά από μια ισχυρή σύγκρουση έρχεται η λύση. Στην καλύτερη σκηνή του έργου, εκεί όπου κορυφώνονται πλοκή και αδιέξοδα, ο Ντιν και η Σίντι ξεσπούν πάνω από το πτώμα της ταλαιπωρημένης τους σχέσης και αποφασίζουν να χωρίσουν οριστικά. Ο εσωτερικός λυγμός και των δύο ηρώων εξωτερικεύεται με τόση δεξιοτεχνία από τους πρωταγωνιστές που είναι σαν να παρακολουθεί κανείς με κρυφή κάμερα ένα πραγματικό ζευγάρι.

Όταν από τα χείλη του Ντιν ξεβράζεται η φράση «πες μου πώς πρέπει να είμαι. Πες μου και θα το κάνω», η πορεία προς το τέλος μοιάζει μη αναστρέψιμη. Και επειδή ακριβώς η ταινία ευνοεί τη διαδικασία της  ταύτισης, αυτός που την παρακολουθεί ανακαλεί στη μνήμη του δικές του αντίστοιχες αναφορές και έτσι δεν εύχεται να τελειώσει με το κλασικό χολιγουντιανό happy end που έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές ουτοπιών. Προτιμά να δει την τέχνη να αντιγράφει με ειλικρίνεια τη ζωή. Να δει δυο ανθρώπους να χωρίζουν για να τα βρουν πρώτα με τον εαυτό τους πριν τα βρουν (ή τα χάσουν) με οποιονδήποτε άλλο. Και αυτό τελικά συμβαίνει, σε αυτή την ταινία που υπηρετεί πιστά το είδος του ερωτικού δράματος, στο οποίο ανήκει. 

Υ.Γ: O Ryan Gosling είναι σαφώς ανώτερος της συμπρωταγωνίστριάς του. Κακώς προτάθηκε εκείνη για Οσκαρ..


0 σκέψεις

Το παιχνίδι χάθηκε.


4/3/11 0 σκέψεις

Πληγή που βρωμάει αλήθεια




«Θα πάω στο νοσοκομείο να μου ξύσουν την πληγή. Άλλος λέει είναι από ζώο, άλλος λέει είναι αλλεργία. Βαρέθηκα πια, πάνε δέκα μήνες τώρα». Η κυρία με το υπερβολικά αγαθό στόμα και τα υπεραστικά ντεσιμπέλ κάθισε πίσω μου. Είχε μια κρυφή πληγή. Φρόντιζε να την κρύβει ακόμη περισσότερο κάτω από τα συνθετικά της ρούχα και να τη φανερώνει μέσα από τα λόγια της. Και ποιος δεν απολαμβάνει να γίνεται αντιθετικός για να συναρπάζει πρώτα – πρώτα και μόνο τον εαυτό του;

Θα την ανακουφίσει, έλεγε. Μια επίσκεψη στο νοσοκομείο θα την ανακούφιζε. Ηταν σαν να μοιραζόταν με ολόκληρο λεωφορείο την πληγή της. Κανείς δεν γύρισε να την κοιτάξει. Κανείς δεν γύρισε να ψάξει να βρει τα σημάδια της κάτω από αδιαφανή υφάσματα. Μάταιος ο κόπος. Οι άνθρωποι δεν αντέχουν άλλες πληγές. Δεν υποφέρουν ούτε τις δικές τους, ούτε των άλλων.

Είναι τόσο ξεπερασμένο να πονάς. Ο κόσμος έχει απευαισθητοποιηθεί στον πόνο του άλλου. Ιδίως οι εσωτερικές πληγές είναι εκείνες που προκαλούν χασμουρητά. Οσες δεν μπορούν να «ξυθούν» σε κανένα νοσοκομείο και δεν προέρχονται από ζώο ή αλλεργία. Για όσες ευθύνεται ένα κατακερματισμένο παρελθόν και είναι σύγχρονα υποχρεωμένες να θάβονται σε ένα νέο παρελθόν. Να εξαφανίζονται σε έναν επινοημένο χωροχρόνο αρκεί να μην αγγίζουν ονειροπαγίδες του παρόντος και του μέλλοντος.

Οι συνεπιβάτες της πληγωμένης, συνθετικής κυρίας με το υπερβολικά αγαθό στόμα και τα υπεραστικά ντεσιμπέλ κοιμήθηκαν. Παραδομένοι στο χασμουρητό τους. Η φωνή της κοπέλας που ξέρει να αναγγέλει μόνο τις επόμενες στάσεις ακούστηκε να λέει: «Αλήθεια». Η κυρία πάτησε το κόκκινο κουμπί και κατέβηκε. Οσο κι αν πονάει η πληγή που βρωμάει αλήθεια και η πραγματικότητα που ορίζεται από το παρελθόν της, εκείνη κατέβηκε. 
 
;