31/10/10 0 σκέψεις

Κουρτίνα ρουτίνα



Παρουσιαστής: Ρουτίνα 1, Ρουτίνα 2 ή Ρουτίνα 3;

Παίκτης: ... (οικειοθελής αποχώρηση)

Δηλώσεις backstage: Γιατί να πρέπει να επιλέξω μια ρουτίνα; Δεν μπορώ να δημιουργήσω μια δική μου κι έπειτα να την αφήσω να αυτοκαταστραφεί;

Κατ.

Αυτό το έχεις ήδη κάνει.
29/10/10 6 σκέψεις

«Φτηνά Τσιγάρα» (2000)




«Θα 'θελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω. Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη, σαν μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα να αρχίσω. Ούτε που πρόλαβα να σου πω την μοναδική μου ιδιότητα. Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου. Στιγμές. Οταν έχω αυτόν τον ξαφνικό πόθο να πετάξω, και δεν έχω πού να πετάξω, κρύβομαι στη συλλογή μου. Γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές, σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια... Ετσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουνε αυτά. Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι από αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα». 

Παράξενη. Διάβασα σε πολλές παραπομπές αυτόν τον χαρακτηρισμό για τη δεύτερη κατά σειρά ταινία που δημιούργησε ο Ρένος Χαραλαμπίδης. Και δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη κριτική που να κάνει έναν δημιουργό πιο ευτυχισμένο. Η λέξη «παράξενη» δεν μεταφέρει ούτε θετική ούτε αρνητική χροιά μέσα της, πράγμα που σημαίνει πως ο κριτής της δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αυτό που παρακολούθησε. Πράγμα που σημαίνει πως αυτό (ίσως) ήταν κάτι συγγενικό με το σπουδαίο.

Τα «Φτηνά Τσιγάρα» έκαναν πρεμιέρα το 2000. Ακριβώς πριν δέκα χρόνια, ακριβώς όταν εγώ ήμουν μόλις δέκα ετών. Την ταινία λοιπόν την ανακάλυψα με χρονοκαθυστέρηση, όπως απαίτησαν οι περιστάσεις αλλά δεν άργησα να τη λατρέψω, όπως μου επέβαλε η ατμόσφαιρά της. Και η εισαγωγή της, που μύρισε από το πρώτο δευτερόλεπτο ποίηση αστικού τύπου και υγρασία. 

Στην Αθήνα του Χαραλαμπίδη, τα τραμ είναι άδεια. Από τις χειρολαβές κρέμονται διάφανες σακούλες με νερό και χρυσόψαρα και πάνω από τα καθίσματα πετούν τα περιστέρια. Οι ιστορίες αγάπης ξεκινούν από καρτοτηλέφωνα. Οι καφέδες αντικαθιστούν τα ταξίδια, τα καντράν των ραδιοφώνων αντικαθιστούν τα ταξίδια, τα δεύτερα βλέμματα στους περαστικούς αντικαθιστούν τα ταξίδια. Οι στιγμές κρύβονται μέσα σε γόπες που συλλέγονται σε τσίγκινα κουτιά και αποκτούν αξία γιατί αντιπροσωπεύουν αποφάσεις. Σημαντικές αποφάσεις που μπορεί και να μην τις έχει πάρει τελικά κανείς. 

Με άγγιξε γιατί ο λόγος της κρύβει μια ένταση που δε χρειάζεται να εκφραστεί δυνατά για να ακουστεί. Γιατί όσοι επιλέγουν από ανασφάλεια να είναι αφανείς είναι οι μεγαλύτεροι πρωταγωνιστές. Γιατί η Πασπαλά σε μουσική του Καλαντζόπουλου το ξημέρωμα, και με τα χέρια να κλείνουν τα μάτια για να δώσουν βάρος στα αυτιά σημαίνει ελευθερία. Και γιατί ο καφές δεν αντικαθιστά απλά ένα ταξίδι, είναι ένα ταξίδι, που σε ωθεί να γυρίσεις με τις αποσκευές σου γεμάτες μικρά διαμάντια. Οπως αυτό που δημιούργησε με τόση φυσικότητα ο Ρένος Χαραλαμπίδης.
26/10/10 0 σκέψεις

«...το πρόβλημά μου η Υπερβολή μου».

Ολα τα ωραία έχουν κι ένα τέλος. Τα άσχημα πολλές αρχές. Ποτέ αντίστροφα. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Οσες κι αν είναι οι παρακλήσεις σου. Πέρασε ένας χρόνος και μισός, που περισσότερο αγαπώ παρά μισώ. Το μίσος ξεκίνησε να με κατατρώει όταν ξεκίνησαν και εκείνοι να μου ξεριζώνουν τα «κομμάτια» μου. Τους ανθρώπους μου, τις ελπίδες μου, τις προοπτικές μου, τους λόγους ύπαρξης του καθηλωμένου ειδώλου μου σε μια φθηνή καρέκλα. Πονάει το τέλος όταν συντελείται μέσα σου. Οταν σχηματοποιείται μέσα σου και το μόνο που μένει είναι να βρεις τον τρόπο να το σχηματοποιήσεις και έξω από σένα.

Λυπόμουν τα μάτια των ανθρώπων που δεν πίστευαν σε αυτό που έκανα. Μου έφτανε που πίστευα εγώ. Τώρα δεν πιστεύω ούτε σε εμένα ούτε σε αυτό που εξακολουθώ - με τόση αποτυχία - να κάνω. Οι εξωγενείς παράγοντες κατέστρεψαν το παλάτι που είχα χτίσει σε μια χρυσή άμμο. Είναι φορές που θέλω να τους φτύσω στην πλάτη. Είναι η πλάτη τους που βλέπω. Από επιλογή ή από την εξάντληση που δεν μου επιτρέπει να τους αντιμετωπίσω πρόσωπο με πρόσωπο. Για να ακριβολογώ, που δεν μου επιτρέπει να με αντιμετωπίσω.
1 σκέψεις

Every day. Χωρίς φτερά.



Η Καθημερινότητα δε μου φταίει σε τίποτα.

Η Καθημερινότητά μου δε φταίει σε τίποτα.
25/10/10 0 σκέψεις

Τα ψωμιά θα πεθάνουν ψωμιά.




Η απόσταση, από το σπίτι της έως το μπακάλικο της γειτονιάς, είναι δεν είναι πεντακόσια μέτρα. Σε αυτά καλείται να χωρέσει τις όποιες εμπειρίες της από τότε που ήρθε να μείνει σε εκείνο το σπίτι. Ηταν δεν ήταν είκοσι πέντε ετών. Διπλασιάστηκαν τα χρόνια και λιγόστεψε η υπομονή. Εκανε το λάθος να υπάρξει η δεύτερη γυναίκα σε μια σχέση χρόνων που μετρούσε τρία παιδιά και κατέληξε να είναι η πρώτη γυναίκα σε μια σχέση που την κάνει διαρκώς να νιώθει τελευταία. Ολο και πιο τελευταία, μέρα με την ημέρα. 

Τρακάρω πάνω της τακτικά στο δρόμο. Τη βλέπω να κουβαλάει ψωμιά σε νάυλον σακούλες. Πέντε στο ένα χέρι και πέντε στο άλλο. Δέκα ψωμιά για δύο ανθρώπους. Πάντοτε φανταζόμουν πως ό, τι περίσσευε το έκανε κομμάτια για τα πουλιά που φώναζε κρυφά στην πίσω αυλή της. Υστερα την είδα με έναν σκύλο και έπαψα να μετράω κάθετι κρεμασμένο στα λιπόσαρκά της χέρια. 

Τον σκύλο τον έχει ακόμα. Τη συνοδεύει σε αυτήν την μόνη απόσταση που διανύει κάθε μέρα επί τόσα χρόνια. Αντικαθιστά ευγενικά την ανθρώπινη παρουσία που στην ουσία λείπει από δίπλα της και κυρίως, δεν μιλάει. Αυτή σιχάθηκε τις φωνές ανθρώπων που την εγκλώβισαν κι αυτός είναι το βουβό της δεκανίκι.

Μια φορά στις δεκαπέντε μέρες σταματά μπροστά στον μπλε κάδο της ανακύκλωσης που βρίσκεται πάνω στην στροφή. Εκτός από ψωμιά, φαίνεται πως συλλέγει και χαρτιά. Ανακυκλώνει για να ανακυκλώνεται. Χάρτινες κούτες, διαφημιστικά φυλλάδια ένα σωρό και φύλλα άγραφα, λευκά. 

Την τελευταία φορά που την πρόσεξα, κρατούσε μια στρατιά από έντυπα που με το ζόρι βαστούσε η αγκαλιά της. Είχαν γλιστρήσει μερικά από τα χέρια της, είχαν πέσει στη μέση του δρόμου κι ο σκύλος της, σαν από ένστικτο, δεν τους έδωσε την παραμικρή σημασία. Εκείνος προχώρησε μπροστά κι εκείνη τον ακολούθησε πιστά, αποδεχόμενη την αλλαγή των ρόλων. 

Στην άσφαλτο εκείνη την ημέρα κείτονταν προεκλογικά έντυπα. Πρόσωπα και διακηρύξεις υποψηφίων περιφερειαρχών, δημάρχων και συμβούλων. Η γυναίκα με τον σκύλο δεν είχε μπει καν στον κόπο να τα μαζέψει. Η γυναίκα με το σκύλο είχε συνεχίσει χωρίς δεύτερη σκέψη τον προγραμματισμένο δρόμο της για το μπακάλικο. Η γυναίκα και ο σκύλος είχαν χορτάσει. Από ψωμιά, ελπίδες και υποσχέσεις χωρίς ανταμοιβή. 





23/10/10 2 σκέψεις

«Άσφαλτος υγρή, χειμωνιάτικη.
Από όπου πέρασα έμεινα ξένη.
Άσφαλτος λερωμένη κι άχρηστη
μα εσύ θυμάμαι φορούσες φτερά.

Ναι αλλά πότε;
Στα όνειρά μου μάλλον, στα όνειρά μου, ναι.
Κι ίσως, ακόμα πιο παλιά.

Οπτικές ίνες, διαδικτυακές σιωπές,
μας ένωναν και μας χώριζαν.
Συνήθισα την απουσία.
Συνήθισα το ψυχρό γαλάζιο σου φως.
Έπειτα άρχισα να σου μοιάζω
κατέστρεφα τον εαυτό μου για σένα.
Μετά
τον κατέστρεφα μόνο για μένα.

Ώσπου μια μέρα άνοιξες την πόρτα και μπήκες.
Χωρίς φτερά,
χωρίς αποσκευές,
χωρίς αγάπη
μ' ένα τεράστιο παγωμένο φεγγάρι
στο δεξί σου ώμο.

Το 'ξερα.
έτσι ξαφνικά θα 'ρχόσουν
από δρόμους αχάρακτους ακόμα.

Ήρθες
κι έμεινες ξένος.
Ξένος.
Ακατανόητα λόγια, παρεξηγημένες σιωπές,κοφτές ανάσες
ήρθαν και πάγωσαν,
γίναν χαλίκια, κύλισαν κάτω.
Ο έρωτας μου, μαύρη λιωμένη πίσσα,
κύλησε πάνω τους,
τα σκέπασε.
Ανάμεσά μας άσφαλτος
πού ολοένα μακραίνει,
από τότε.
Άσφαλτος που γυαλίζει και σκίζει τη ζωή μου στα δύο.
Σου την έχω στημένη.

Αν διαλέξεις το δρόμο αυτό,
ούτε εδώ,
ούτε εκεί θα με βρεις.
Θα σαι πάντα ανάμεσα,
κι εγώ,
πάντοτε ξένη».

«Ασφαλτος»
Τάνια Τσανακλίδου, Μιχάλης Δέλτα
«Το χρώμα της μέρας», 2001

20/10/10 2 σκέψεις

Υποκρισία στοπ. (Kevin Carter)



Τον Μάρτιο του 1993, ο φωτορεπόρτερ Kevin Carter ταξίδεψε στο νότιο Σουδάν κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.

Στοπ.

Συγκλονισμένος από τις εικόνες φτώχειας, άρχισε να προετοιμάζει ένα ρεπορτάζ για τα θύματα της πείνας.

Στοπ.

Κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ, σε ένα μικρό χωριό, λίγα μέτρα πριν το τοπικό κέντρο σίτισης της UNICEF, αντίκρισε ένα μικρό κορίτσι, αποστεωμένο από την πείνα να προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του.

Στοπ.

Ετοιμοθάνατο και γυμνό σερνόταν, όταν ένα αρπακτικό πουλί προσγειώθηκε λίγο πιο πίσω του.

Στοπ.

Ο Carter απαθανάτισε τη στιγμή.

Στοπ.

Μετά τη δημοσίευση, ο κόσμος ρωτούσε για το κορίτσι. Κανείς δε γνώριζε τι απέγινε, ούτε ο ίδιος ο Carter, που απομακρύνθηκε αμέσως μόλις τράβηξε τη φωτογραφία. Ξέρανε μόνο ότι κατάφερε να φτάσει μέχρι τον σταθμό.

Στοπ.

Ο ίδιος, παραδέχτηκε ότι περίμενε ακίνητος επί είκοσι λεπτά, μέχρι να πετύχει «την καλύτερη πόζα».

Στοπ.

14 μήνες μετά παρέλαβε το Βραβείο Πούλιτζερ.

Στοπ.

Αρκετοί συνάδελφοί του επέκριναν τη βράβευσή του και έθεσαν πολλά και σοβαρά ερωτήματα για την επαγγελματική του ηθική. «Αλήθεια, γιατί δεν είχε βοηθήσει εκείνο το παιδάκι»;

Στοπ.

«Το να κοιτώ το παιδί και να το φωτογραφίζω, με κάνει ακόμη ένα, πιο σύγχρονο, όρνιο», δήλωσε ο Carter.

Στοπ.

Στις 27 Ιουλίου 1994, δύο μήνες μετά, αυτοκτόνησε. Στα 33 του χρόνια άφησε πίσω την 7χρονη κόρη του.

Στοπ.

Στο τελευταίο του σημείωμα έγραψε: «Χωρίς λεφτά για τηλέφωνο, για το νοίκι μου, για να υποστηρίξω το παιδί μου, για να ξεπληρώσω τα χρέη μου. Χρήματα. Χρήματα. Χρήματα. Μα πάνω απ’ όλα, οι εφιάλτες από τις ζωντανές θύμησες από δολοφονίες, και πτώματα. Και θυμός πολύς. Και πόνος ανείπωτος, για παιδιά που πεινάνε, για τρελούς, συχνά και αστυνομικούς, που πατάνε τη σκανδάλη. Δεν αντέχω άλλο. Φεύγω».

Στοπ. Υποκρισία στοπ από όλους τους ηθικολόγους. Στην αίθουσα του Πανεπιστημίου ακούστηκε μια φράση που θα μείνει στην ιστορία (μου). «Κανείς δεν είπε ότι οι εικόνες θα αλλάξουν τον κόσμο, αλλά το ίδιο είχαμε βιαστεί να πούμε και για τα λόγια. Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι, λίγους μόνο έχουμε για να αναπαραστήσουμε το πιο οριακό γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, τη συστηματική εξόντωση του ενός από τον άλλο.

Ας το βάλουμε καλά στο μυαλό μας. Η σιωπή δεν παράγει τίποτα».

Βιογραφικά στοιχεία φωτορεπόρτερ: http://culture.ana-mpa.gr/printarticle.php?id=3899.
2 σκέψεις

Sylvia (2003)


«Μερικές φορές νιώθω άυλη. Κενή. Είμαι το αρνητικό μιας ανθρώπινης ύπαρξης. Σαν μην έκανα καμιά σκέψη. Σαν μην έγραψα ποτέ. Σαν να μην ένιωσα ποτέ. Θέλω μόνο σκοτάδι. Σκοτάδι και σιωπή».
18/10/10 4 σκέψεις

Δάκρυα σε τούρτα. (για τη Λίνα)




Το όνομά της ξεκινούσε από Π. Εμείς τη συνηθίσαμε με ένα δισύλλαβο υποκοριστικό από Λ. Η επισήμως Π. και η μεταξύ μας Λ. έχασε τη ζωή της μόλις στα δεκαεφτά της χρόνια. Πέρασε έναν δρόμο χωρίς να τον κοιτάξει και δεν της έδωσε προσοχή ούτε κι εκείνος. Το φορτηγό τη χτύπησε λίγο πριν φτάσει στην πόρτα του λεωφορείου που είχε βάλει τα δυνατά της για να προλάβει. Ηταν Οκτώβριος.

Είναι Οκτώβριος. Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από τότε. Οποιος τη γνώριζε, έμαθε για το μνημόσυνό της μέσα από sms και mail που φρόντισαν να στείλουν συγγενείς και φίλοι. Η νέα της κατοικία βρίσκεται πια σε ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί βρέθηκαν όσοι ένιωσαν την ανάγκη. Εβρεχε από το προηγούμενο βράδυ, δεν σταμάτησε στιγμή να βρέχει εκείνο το πρωί.

Γύρω της μαζεύτηκαν ομπρέλες ανοιχτές. Τα χρώματά τους ήταν σκούρα, μουντά και καταθλιπτικά, όπως η υγρασία στην ατμόσφαιρα, όπως ο λόγος για τον οποίο βρίσκονταν εκεί. Το δικό της αγαπημένο χρώμα όμως ήταν το ροζ. «Εφυγε» ξαπλωμένη μέσα σε ένα ροζ σκοτάδι. Οξύμωρο. Οπως και το γεγονός ότι έπαψε να ζει πριν προλάβει να ζήσει.

Ροζ λουλούδια, ροζ μάλλινη ζακέτα στη φωτογραφία της. Η μητέρα της τα θυμόταν όλα. Η μητέρα της την θυμάται πάντα. Εφερε το μνήμα της κόρης της όσο πιο κοντά μπορούσε στην ζωντανή ανάμνησή της. Να ξεχωρίζει από μακριά το λάθος που συντελέστηκε.

Το χώμα της έχει χρώμα. Εχει πέτρα, λευκά βότσαλα και ένα γαλαζοπράσινο υλικό που σχηματίζει μια λίμνη, με νεράϊδες και πλαστικές μέλισσες. Μοιάζει με εκείνες τις παιδικές τούρτες, που τις καλύπτει ένα ζελέ στο χρώμα της θάλασσας, που πάνω του χτίζεται ένα ολόκληρο παραμύθι με ήρωες ζαχαρωτούς.

Μοιάζει, δεν είναι. Αν ήταν τούρτα, το βουβό κλάμα θα γινόταν ηχηρό γέλιο. Και το σφίξιμο στο στομάχι θα ήταν από αυτό το γέλιο. Και τα γυαλισμένα μάτια θα ήταν από τα γλυκά δάκρυα που φέρνει αυτό, όχι από εκείνα του πόνου. Τα δάκρυα που πέφτουν σε ένα χώμα καμωμένο σαν να ‘ναι τούρτα, όσο κι αν στερεύουν δεν παύουν να κυλάνε ποτέ. Και δεν την ξεπλένουν ποτέ.


16/10/10 1 σκέψεις

«Κανείς δεν θα μπορέσει μου 'χες πει
να με πονέσει πάλι όπως εσύ
Κι αφού είπαμε γεια με τα δάκρυα στεγνά
τα παράθυρα αφήνω όλη μέρα κλειστά

Ποτέ δε θα σ' αφήσω, μου 'χες πει
να ζήσεις στα όνειρά μου όπως πριν
Κι όμως να περπατώ μες τον ύπνο σου εγώ
και μου δίνεις φιλιά στα όνειρά σου ξανά
Και σε παίρνω αγκαλιά με τα μάτια κλειστά
Πώς γεννάει στο σκοτάδι η λύπη χαρά

Χαρά σ' αυτόν που τώρα σ' αγαπά
χαράζει και σ' αγγίζει στα μαλλιά
Κι όμως να περπατώ μες τον ύπνο σου εγώ
Και μου δίνεις φιλιά στα όνειρά σου ξανά
Και σε παίρνω αγκαλιά με τα μάτια κλειστά
Πώς γεννάει στο σκοτάδι η λύπη χαρά

Κανείς δεν θα μπορέσει μου 'χες πει
Ποτέ να μ' αγαπήσει όπως εσύ...».

Τραγούδι: Γιώτα Νέγκα
Στίχοι - Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
13/10/10 2 σκέψεις

Το (δικό μου) μέτρημα.

Πάνε...

21 χρόνια από τότε που αποδέχτηκα την πρόσκληση να έρθω σε αυτόν τον κόσμο
20 χρόνια από τότε που έκανα το πρώτο μου βήμα στο καφετί χαλί με τους τεράστιους ρόμβους
19 χρόνια από τότε που κατάφερα να αρθρώσω μια ασυναρτησία που έμοιαζε πολύ με φράση
18 χρόνια από τότε που εκείνες οι φράσεις έγιναν παιχνιδιάρικο ποτάμι
17 χρόνια από τότε που την πεταλούδα έλεγα «πεταβλούβλα» και την καρέκλα έλεγα «καρέλκα»
16 χρόνια από τότε που νόμισα πως κάτι τέτοιο θα παρέμενε για πάντα αστείο
15 χρόνια από τότε που σχημάτισα με δυσκολία το πρώτο «άλφα» μου
και
14 χρόνια από τότε που ζωγράφιζα πια με ευκολία ένα από τα καλύτερα «ωμέγα» μου.

Πάνε...

13 χρόνια από τότε που έπαψε να πονά η κοιλιά μου μακριά από την αγκαλιά της μάνας μου
12 χρόνια από τότε που χώρεσε στις αισθήσεις μου η πρώτη αίσθηση φιλίας
11 χρόνια από τότε που στο βιολετί ποδήλατό μου χάρισα ένα αμήχανο όνομα
και
10 χρόνια από τότε που μαζί με το ψάθινο καλάθι του, άρχισε να αχρηστεύεται και η εικόνα που είχα γι' αυτό.

Πάνε...

9 χρόνια από τότε που το κεφάλι μου έβαλε αιώνιο όρκο να μη μάθει ποτέ γιατί ένας φελλός επιπλέει στο νερό
8 χρόνια από τότε που μέσα από το χαρτί φαντάστηκα να επιπλέω στο νερό εγώ η ίδια αλλά δεν ήταν «εμφάνιση σοβαρού γραπτού εκείνη»
7 χρόνια από τότε που ξύπναγα απότομα στο άκουσμα της καμπάνας
και
6 χρόνια από τότε που κοιμόμουν τις ώρες που έπρεπε για να μην την ακούω.

Πάνε...

5 χρόνια από τότε που αναρωτιόμουν πως θα είναι να θυμάται κανείς το όνομά μου
4 χρόνια από τότε που θυμόμουν εγώ μέρα νύχτα ένα όνομα
3 χρόνια από τότε που ήταν σαν να περπάτησα ξανά από την αρχή και τόσο σταθερά μαζί του
2 χρόνια από τότε που περπάτησε κι αυτό μαζί μου.

Πάει...

1 χρόνος που τα βήματα των ονομάτων μας δεν ακούγονται πια στην ησυχία. Ξεκίνησαν σιγά - σιγά να λιγοστεύουν μέχρι που στέρεψαν πια.

Κι ήρθε...

η ώρα που τα αφήνω όλα πίσω και βρίσκω μπροστά μου έναν εαυτό, που είναι για πρώτη φορά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, ό, τι πιο κοντινό σε μένα. Μα ό,τι πιο κοντινό.
12/10/10 0 σκέψεις

Για πόσο φτάνω;



Στρίβω στη γωνιά με μισό τσιγάρο
Φίλους μου παλιούς τρακάρω
Είμαι πιο πιστή απ' όσο σχεδιάζω
Θέλω να πω, δεν αλλάζω

Κρύβομαι βαθιά στο βαρύ παλτό μου
Μέσα στον κλειστό εαυτό μου
Είμαι πιο παλιά απ' όσο σχεδιάζω
Θέλω να πω, δεν αλλάζω

Αυτό είμαι ό,τι κι αν κάνω
Όσο αλλάζω χρόνο χάνω
Είμαι αυτό. Για τόσο φτάνω..

Μπαίνω σ' ένα μπαρ το συνηθισμένο
Μια ζωή το ίδιο παραγγέλνω
Είμαι πιο πιστή απ' όσο σχεδιάζω
Θέλω να πω, δε σου μοιάζω

Αυτό είμαι ό,τι κι αν κάνω
Όσο αλλάζω χρόνο χάνω
Είμαι αυτό. Για τόσο φτάνω.

Τάνια Τσανακλίδου «Αυτό είμαι» (Προσωπογραφία)
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
11/10/10 0 σκέψεις

Ακρωτηριάσου(τ)!



«Το ΙΚΑ αρνείται να καλύπτει τα έξοδα για την αγορά ειδικών διαβητικών παπουτσιών. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με τη χρήση τους δεν αποφεύγεται ο ακρωτηριασμός του ποδιού, απλά καθυστερεί για ένα δύο χρόνια και το αναμενόμενο όφελος θα είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο κόστος».

Δεν ήταν η πρώτη εξοργιστική είδηση που έπεφτε στην αντίληψή του. Σίγουρα δεν θα ήταν και η τελευταία. Ηταν, όμως, η πρώτη φορά που άκουγε κάτι που τον αφορούσε άμεσα. Το Ιδρυμα Κοινωνικής Ασφάλισης του ανακοίνωνε μέσα από μια μικρή οθόνη ότι ο ακρωτηριασμός του θα συνέφερε περισσότερο το Ταμείο από την υποβοήθειά του.

Δεν είχε φτάσει σε αυτό το σημείο.Υπήρξε προσεκτικός στον τρόπο ζωής του μέχρι τώρα. Συμβίωνε με την ασθένειά του δίχως εκείνη να του κόβει τα φτερά. Δεν θα του έκοβε αμαχητί ούτε τα πόδια. Αν πλησίαζε εκείνη η ώρα, θα πάλευε με όλες του τις δυνάμεις.

Μα τώρα άκουγε κάποιον άλλον να του τα κόβει. Τα πόδια και τα φτερά. Κάποιος που δεν γνώριζε την προσωπική του ιστορία, όπως χιλιάδες άλλες ιστορίες χιλιάδων άλλων διαβητικών, πήρε μια απόφαση. Του έφερνε ένα τελεσίγραφο απειλητικά κοντά του, του ζητούσε να θυσιάσει τα κάτω άκρα του για να καλύψει τρύπες ενός δημόσιου Ταμείου τις οποίες δεν σκάλισε ο ίδιος.

Κοίταξε στο δρόμο από το παράθυρό του. Ανθρωποι πηγαινοέρχονταν. Εκλεισε τα μάτια και τους φαντάστηκε όλους ακρωτηριασμένους. Σκέφτηκε πόσα χρήματα θα εξοικονομούσε το Κράτος αν εκατομμύρια ανθρώπων ξυπνούσαν μια μέρα χωρίς πόδια. Η αναπηρία τους θα θεωρούνταν φυσιολογική και το Κράτος δεν θα τους παρείχε επιδόματα. Δεν θα οδηγούσαν αυτοκίνητα και μηχανές, δεν θα προκαλούνταν ατυχήματα κι έτσι το Κράτος δεν θα τους εξασφάλιζε ιατρική κάλυψη. Δεν θα ζούσαν όπως θα ήθελαν να ζουν, άρα το Κράτος δεν θα έπρεπε να είναι δίπλα τους όπως θα έπρεπε να είναι.

Ανοιξε απότομα τα μάτια.Τρόμαξε, γιατί πέρασε από μπροστά του η ταφόπλακα των ονείρων του. Δεν πρόλαβε να συγκρατήσει ποιο μήνυμα ήταν χαραγμένο πάνω της. Είδε μόνο ότι ήταν προσφορά μιας λέξης με τρία γράμματα, που ξεκινούσε από γιώτα και τελείωνε σε άλφα. Εσφιξε τα πόδια του και έκλεισε την τηλεόραση. Φτάνει για σήμερα. Φτάνει πια.  
8/10/10 1 σκέψεις

Συνθλίψη.



Κι όταν ο κόσμος σε θέλει στο πιάτο; Σε αλείφει με υποχρεώσεις και σε καθαρίζει από δικαιώματα; Οταν θέλει να σε συνθλίψει μέσα σε δυο τοίχους από φέτες και να σε πιέσει τόσο δυνατά ώστε να γίνουν όσα νιώθεις και όσα είσαι μια ανέξοδη σως με 0% λιπαρά; Οταν θέλει να σε συνθλίψη με 100% λυπαρά;

Τι κάνεις τότε;

Ως πότε;

Ως ποτέ.
5/10/10 2 σκέψεις

Κρύο.

Καιρός για μένα.

4/10/10 3 σκέψεις

Λούτρινο alter ego (πτώση).



Χρόνια τώρα, η ίδια κουβέντα. Εγώ και το λούτρινο alter ego μου. Καθισμένοι στο περβάζι του παραθύρου κάποιου ορόφου στα ψηλά. «Ποιος από τους δυο μας θα πέσει;», να ρωτάω. «Ποιος από τους δυο μας θα μείνει πίσω;», να απαντάει. Κάτω μια θάλασσα τσιμέντο με γκρίζο χρώμα και ένα σωρό «γόνατα λυγισμένα» να χάνονται στο βυθό της. Πάνω μαύρα σύννεφα με σχήματα απαισιόδοξα, σχεδόν απειλητικά. Στα δεξιά μου, ο λούτρινος εαυτός μου, πιο φοβισμένος από ποτέ, με την αθωότητα να κρέμεται αποκαμωμένη στο λαιμό του. Στα αριστερά του, εγώ, σίγουρη από πάντα, με την τελευταία ελπίδα γαντζωμένη στο λαιμό μου, να κοιτάζει προς τα κάτω και να ανυπομονεί.

«Θα πέσω», λέω. «Θα μείνω πίσω», λέει. «Αυτό θέλω», λέω. «Αυτό μόνο μπορώ», λέει. Πέφτω, εξακολουθώ να πέφτω κι ακόμα τα πόδια μου γκρίζο νερό μιας θάλασσας από τσιμέντο δεν ακούμπησαν. Κάνω το λάθος και ανοίγω τα μάτια μου στο πιο κρίσιμο σημείο, βλέπεις.

Φοβάμαι. Πιο φοβισμένη από ποτέ, κοιτάζω το περβάζι. Το λούτρινο alter ego μου βρίσκεται ακόμη εκεί, δεν γνωρίζει από όνειρα και αλήθειες. Στέκεται, σαν σίγουρο από πάντα. Και ανυπομονεί. Να το πάρω από το χέρι, μιας και δεν μπορεί να κουνηθεί, και τελικά να πέσουμε. Μαζί και τόσο αληθινά σαν να 'ναι ψέματα. Κι όταν τα πόδια μας ακουμπήσουν στο τσιμέντο, στο νερό, τότε μόνο τα σύννεφα θα γίνουν κατάλευκα και ελπιδοφόρα και στο περβάζι θα φυτρώσουν δυο σμαραγδένιες ορχιδέες. Για χάρη μας και χάρη σε εμάς.
2/10/10 1 σκέψεις

Το «Νόημα» (και ό,τι ξεριζώθηκε μαζί του)



Σε μια λάμψη δευτερολέπτων, γέννησα μέσα από τις στειρότητες του κόσμου το «Νόημα». Ηταν άνθρωποι που δεν είχα και φιλοδοξούσα να αποκτήσω, όνειρα που προσπαθούσα να τα φέρω όλο και πιο κοντά στην πραγματικότητά μου. Ηταν γέλια, δάκρυα, ανάσες, βήματα, σιωπές και ουρλιαχτά. Ζωή. Ναι.. Μέσα από στειρότητες γέννησα τη Ζωή μου και κατάφερνα να τη μεγαλώνω με το δικό μου τρόπο. Εστω και μέσα στα δευτερόλεπτα μιας λάμψης.

Ηταν ένα «Νόημα» χτισμένο πάνω σε πέντε γράμματα, δομημένο και ενίοτε αποδομημένο κατ' επιλογή σε ένα νι, ένα όμικρον, ένα ήτα, ένα μι, ένα άλφα. Ηταν ξεκάθαρο, ήταν διάφανο. Ενα αρμονικό αποτέλεσμα που είχε προλάβει να επανεφεύρει τη Ζωή μου σε δευτερόλεπτα, πριν εκείνη προλάβει και χαθεί μέσα στα χρόνια.

Ηταν, υπήρξε αναμφίβολα με αυτόν τον τρόπο. Μέχρι που κάποιος, κάπου, κάποτε άπλωσε το χέρι του και ξερίζωσε ένα γράμμα από τα πέντε του «Νοήματος» (που στη γενική του αποκτούσε και ευπρόσδεκτες επεκτάσεις). Ποιο δεν έχει σημασία, γιατί καθένα του αντιπροσώπευε ένα κομμάτι της Ζωής μου, μια δόση αίματος που κυλούσε σε φλέβες. Το άρπαξε αυθαίρετα και απροειδοποίητα για να το χρησιμοποιήσει σε μια Κρεμάλα που ο ίδιος είχε στήσει για τον ίδιο. Φοβόταν μήπως χάσει στο παιχνίδι που επέβαλε στον εαυτό του προκειμένου να ξεγελάσει τη πλήξη του και οικειοποιήθηκε ένα γράμμα που δεν του ανήκε. Το γράπωσε, το χρησιμοποίησε, δεν τον εξυπηρέτησε, το τσαλάκωσε και το πέταξε μαζί με το ηλίθιο παιχνίδι του στη φωτιά.

Και γκρεμίστηκαν. Το «Νόημα», η Ζωή, ό,τι γεννήθηκε σε δευτερόλεπτα με τη ψευδαίσθηση της αιωνιότητας. Ακρωτηριάστηκαν από μια παρεμβολή. Βιάστηκε η αρτιμέλειά τους για χάρη ενός παιχνιδιού. Το «Νόημα» ίσως κατάντησε ένα ανάπηρο «όημα», ή «νόμα» ή «νόηα». Δεν έχει σημασία. Το μόνο που μετρά είναι πως τελικά χάθηκε μέσα στα χρόνια, όπως φοβόταν και φοβόμουν. Πως χάθηκε και η πίστη μου μαζί του. Πως τελικά, κάθετι που γεννιέται σε δευτερόλεπτα και ισχυροποιείται μέσα σου, είναι τόσο μικρό και ασήμαντο για χέρια που έχουν μάθει να τραβούν ανάγκες άλλων από τις ρίζες. Και πως παρ' όλο που ελπίζεις ότι πλησιάζει η στιγμή που το μικρότερο ψάρι θα καταβροχθίσει το μεγαλύτερο, το αντίθετο εξακολουθεί, τόσο τραγικά, να ισχύει.
 
;