29/1/10 0 σκέψεις

Κι ας είχα, κι ας ήμουν, κι ας που...



«Στην γειτονιά μου την παλιά», 

είχα μια φίλη. Που ονειρευόταν από μικρή να γίνει δικηγόρος, όπως ο μπαμπάς της. Την φανταζόμουν πάντοτε χωμένη μαζί του μέσα σε αραχνιασμένους τόμους της καθαρεύουσας και κάτω από εκείνες τις λάμπες με το έντονο και διαπεραστικό φως, που πηγαίνουν και πέρα και δώθε. Και μετά η Χ., ξέχασε τα όνειρα που έκανε από μικρή και μεταμορφώθηκε σε μεγάλη, σκεφτόταν σαν μεγάλη, αποφάσιζε σαν μεγάλη. Και διάλεξε να γίνει στρατιωτικός, ή μάλλον στρατιωτική ψυχολόγος, όποια κι αν είναι η διαφορά. Γιατί «εκεί είναι το πολύ το χρήμα», έτσι τολμούσε και φώναζε, χωρίς να χαμηλώνει τα μάτια από ντροπή. Η Μεγάλη Χ. και η Μεγάλη ζωή.

«Στην γειτονιά μου την παλιά», 

είχα μια φίλη. Που ήθελε πάντοτε να είναι αρχηγός, κι ας μην κατάφερα ποτέ να μάθω για ποιον λόγο. Που τρυπούσε με μανία τα πανιά από τα καρότσια μας, εκείνα τα καλάθια πανω σε τέσσερις τροχούς με μια πλαστική και άσχημη κούκλα για φορτίο. Την κούκλα που παρίστανε το μωρό για τα μωρά που παρίσταναν τις μανάδες. Και σηκωνόταν στις μύτες και έλεγε πως αυτή «ποτέ, μα ποτέ δεν θα κλειστεί ανάμεσα σε μια κουζίνα, τέσσερις τοίχους και έξι επτά πακέτα μακαρόνια, έτσι για περίσσευμα». Και μετά η Ε., ξέχασε τους λόγους που έβγαζε μικρή απο το αριστοκρατικό της περβάζι και μεταμορφώθηκε σε μεγάλη, σκεφτόταν σαν μεγάλη, αποφάσιζε σαν μεγάλη. Για την ακρίβεια δεν αποφάσισε τίποτα, αποφάσισε για εκείνη ένα πραγματικό μωρό σε ένα τεραστίων διαστάσεων πραγματικό καρότσι κι ένα πραγματικό τσουβάλι με υποχρεώσεις. Και κλείστηκε σε μια κουζίνα που όλως περιέργως είχε τρεις και όχι τέσσερις τοίχους. Και πολλά, πολλά πακέτα μακαρόνια, προσφορά από τα κουπόνια του αγαπημένου της σούπερμαρκετ, εκείνου «με τις πραγματικά ασύλληπτες τιμές».

«Στην γειτονιά μου την παλιά», 

είχα κι εμένα. Που ξέχασα ότι ήμουν μικρή και μεταμορφώθηκα σε μεγάλη, σκεφτόμουν σαν μεγάλη, αποφάσιζα σαν μεγάλη. Στην γειτονιά μου την παλιά έχω και μένα. Πάλι. Που μεταμορφώνομαι σε μεγάλη και σκέφτομαι σαν μεγάλη και αποφασίζω σαν μεγάλη. Μόνο που τρομάζω σαν μικρή. Και τρομάζω πραγματικά. Πιο πραγματικά δεν γίνεται.
15/1/10 2 σκέψεις

Μια κόλλα από δάκρυ


Ηταν χθες εκείνη η μέρα που ψαχούλεψα στα συρτάρια μου μετά από κάμποσο καιρό. Εκείνο το πρώτο, το ένα από τα τρία, είναι που κρύβει άλλοτε σκουπίδια και άλλοτε μικρούς αλλά υπερπολύτιμους θησαυρούς. Κι εκεί που έψαχνα να βρω ένα άχρηστο χαρτί, ελκυστικό μόνο στην βαριά γραφειοκρατία, έπεσα πάνω της. Πάνω σε μια κόλλα, κλεμμένη από ένα παλιό μπλοκ ζωγραφικής, πάνω σε μια σελίδα που ήταν άδεια πριν την καταδικάσω να κουβαλά τον πόνο μου.

«Αλμυρά δάκρυα πάνω σε έναν τάφο». Ξεκίνησα να γράφω.«Και χέρια που βουτάνε στον χώμα για να κλέψουν την τελευταία ανάσα του αγαπημένου τους ανθρώπου». Συνέχιζα να πιέζω ένα φαγωμένο μολύβι να γράψει και να γράψει, αφού δεν μπορούσα να της μιλήσω, δεν μπορούσα να σφίξω τον ώμο της παρά μόνο το μολύβι.«Ισως να έπρεπε να είναι πικρό το κλάμα, να έχει μια ολότελα διαφορετική γεύση. Πάντως όχι αλμυρό. Η αλμύρα θυμίζει θάλασσα και ο θάνατος δεν έχει κύμα. Ποτέ». Είμαι σίγουρη πως θα είναι ακόμα ακουμπισμένη στο κρύο μάρμαρο, κάτω από τον απρόσωπο σταυρό που γράφει το όνομά του. «Κι στέκεσαι εκεί να χύνεις δάκρυα πάνω από μια λακκούβα φορτωμένη με χώμα, με χούφτες χώμα που καταπλάκωσαν μια ζωή σαράντα χρόνων. Μια ολόκληρη ζωή δηλαδή».

Αν σου πω ότι σε σκέφτομαι κάθε μέρα, δεν θα είναι υπερβολή. Φέρνω στο νου μου κι εσένα που έφυγες, και εσένα που μένεις εδώ. Κι αν δεν είμαι καλή στα λόγια, μην με παρεξηγείς. Είναι που βρίσκω άλλοθι σε ένα κομμάτι από χαρτί, κι εσύ αγαπάς τα άλλοθι μου. Οπως κι εμένα, όπως κι εγώ εσένα...
4/1/10 0 σκέψεις

Εκβιαστές της φαντασίας



Ψάχνω εδώ και μέρες εικόνες και καρέ στους δρόμους της πόλης που να εκβιάζουν την φαντασία μου. Δεν βρίσκω, δεν βοηθάει και ο καιρός. Τέλη Δεκέμβρη και αρχές Γενάρη με γυαλιά ηλίου και εκείνο το τζάκετ που πήρες με σκοπό να το φορέσεις την άνοιξη. Μόνο οι σταγόνες της βροχής μπορούν να χορεύουν, να σκηνοθετούν τις σκέψεις. Αυτές να χορεύουν πάνω στα σκονισμένα μαύρα κάγκελα και μαζί τους να χορεύουν και οι σκέψεις τους. Κι άμα κάνεις να τις κοιτάξεις πιο προσεκτικά, αντανακλούν χρώματα και εσύ τα απορροφάς. Δοκίμασες ποτέ να ρουφήξεις χρώματα; Πολύ θα το θέλα... Να έβρισκα ένα καλαμάκι, σαν ουράνιο τόξο, να έπαιρνα μια βαθιά ανάσα και να γέμιζαν τα σωθικά μου μωβ και μπλε και χρυσαφί ποτάμια χρώματα.

Θέλω να νιώσω τα πόδια μου βουτηγμένα στην λάσπη. Και να σχηματίσω με τις βρώμικες σόλες της μπότας μου την λέξη ''ελπίδα'' σε μια ατέλειωτη επιφάνεια από πάγο. Η λάσπη να ακουμπάει τον πάγο, ο πάγος να μην λιώνει...Και μετά η λάσπη να μένει συμπαγής και μετά ο πάγος να γίνεται το ιδανικότερο λευκό φόντο για μια λέξη που πρέπει να μας γίνει συνήθεια. Από εκείνες τις συνήθειες που δεν τις νιώθεις σαν βραχνά, αλλά από τις άλλες που δεν σου βαστάει η καρδιά να τις ξεχάσεις.

Μόνο ο δρόμος που με γυρνάει σπίτι μου με κάνει πια να σκέφτομαι, σε όποιον βαθμό πλέον κι αν γίνεται αυτό. Δεν είναι από εκείνα τα μονοπάτια που ρίχνεις σπόρους ή γλυκά για να θυμάσαι τον δρόμο της επιστροφής. Σε αυτόν πρέπει να αμολήσεις ενα δυο σκισμένα λαχιστένια παπούτσια και γαριασμένα από τον καιρό και το καυσαέριο κηδειόχαρτα. Να πετάς κόκκαλα για να ξορκίζεις τα σκυλιά που ξαπλώνουν σαν νεκρά σε ένα πάλαι ποτέ νεκρό επίσης καπνομάγαζο και να ξεριζώνεις από τα αυτιά τα ακουστικά σου γιατί στο σκοτάδι μπορεί να μην σου κάνει συντροφιά μόνο ο αέρας.

Για το 2010 λοιπόν, θα ευχηθώ Φαντασία. Κι αν αργήσει, φάτε...
 
;