11/11/15 0 σκέψεις

Η αργή μηχανή του απέρωτα, Χούλιο Κορτάσαρ



Η αργή μηχανή του απέρωτα
τα γρανάζια της άμπωτης, τα σώματα που αφήνουνε τα μαξιλάρια
τα σεντόνια, τα φιλιά.
κι ορθοί μπρος στον καθρέφτη σε ανάκριση.
καθένας για λογαριασμό του.
πια μεταξύ τους δεν κοιτάζονται.
όχι γυμνοί ο ένας για τον άλλον.
πια δεν σ' αγαπώ.
αγάπη μου.

*Η σύνθλιψη των σταγόνων, μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης, εκδόσεις Biblioteque
3/11/15 0 σκέψεις

Τον άνεμο τον έλεγαν Εσύ


14 Ιουνίου 1926

Η Ελεγεία σου. Ράινερ, όλη μου τη ζωή χάριζα τον εαυτό μου μέσα σε ποιήματα - σε όλους. Και σε ποιητές. Ωστόσο έδινα πάντα πάρα πολλά, και πάντα έπνιγα την πιθανή απάντηση. Η απάντηση τρόμαζε. Προεξοφλούσα όλη την αντήχηση. Γι' αυτό δεν μου έχουν γράψει οι ποιητές κανένα ποίημα (κακό - ούτε καν, λιγότερο από κανένα!) - κι εγώ πάντα μειδιούσα: το αφήνουν σ' εκείνον που θα έρθει ύστερα από εκατό χρόνια.

Και, Ράινερ, το ποίημά σου, το ποίημα του Ρίλκε, του ποιητή, της ποίησης - ένα ποίημα. Και, Ράινερ, η σιωπή μου. Αντίστροφη κατάσταση. Σωστή κατάσταση.

Αχ, σε αγαπώ, διαφορετικά δεν μπορώ να το ονομάσω, είναι η πρώτη και η καλύτερη λέξη.

Ράινερ, εχθές το βράδυ βγήκα λίγο έξω να μαζέψω απλωμένα ρούχα, γιατί πήγαινε να βρέξει. Και πήρα όλο τον άνεμο - όχι, όλο τον Βορρά στην αγκαλιά μου. Και τον έλεγαν Εσύ. (Αύριο θα είναι ο Νότος!) Δεν τον πήρα μέσα στο σπίτι, έμεινε στο κατώφλι. Μέσα στο σπίτι δεν μπήκε, με πήρε όμως μαζί του στη θάλασσα, μόλις αποκοιμήθηκα.

Ο πρώτος σκύλος που θα χαϊδέψεις ύστερα απ' αυτό το γράμμα είμαι εγώ. Πρόσεξε πόσο θα απορήσει.

Μαρίνα Τσβετάγιεβα στον Ράινερ Μαρία Ρίλκε 
Ημερολόγιο 2011, Ερωτικές σελίδες, εκδόσεις Μεταίχμιο
φωτό: kafastudio.com 
10/10/15 0 σκέψεις

Σκεπτόμενο (κραγι)όν


Ο νούμερο ένα κανόνας ήταν να μην παίρνω καραμέλες από αγνώστους. Δεν απειλήθηκα ποτέ. Συχνά δεν έπαιρνα ούτε καλημέρα. Ο επόμενος ήταν να μην ανοίγω ξένα ντουλάπια και ο τρίτος να θυμάμαι τους δύο πρώτους. Κατάφερα να ξεχάσω τον τρίτο και έτσι αναίρεσα και τον δεύτερο. Η μνήμη ήταν το αδύνατο σημείο μου.

Τίναξα το κεφάλι μου προς τα πίσω και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τα μαύρα στίγματα ξεχώριζαν μέσα από τον ατμό του καυτού μπάνιου. Πλησίασα. Οι κόρες των ματιών μου ακολουθούσαν το είδωλό μου όσο γυρνούσε μια δεξιά, μια αριστερά. Προφίλ, ανφάς, προφίλ και ξανά το ίδιο. Το κάτω χείλος μου ήταν ασυνήθιστα πιο παχύ από το πάνω. Ψηλάφισα την πληγή από τα δόντια του. Παίρνει δυο τρεις μέρες για να κλείσει και ένα βράδυ για να ανοίξει.

Τα μαλλιά μου έπεφταν με κόμπους στους ώμους μου. Πέρασα τα δάχτυλά μου για να τα ξεμπλέξω. Δεν αρκούσε. Το συλλάβισα. «Δεν αρκεί». Άπλωσα το χέρι μου και άνοιξα το ντουλάπι. Μια χτένα θα βοηθούσε. Το ψιθύρισα. «Θα με βοηθήσεις;». Ο δείκτης μου αναγνώριζε τα αντικείμενα. Ένας αφρός ξυρίσματος. Ένα ξυράφι. Μια λοσιόν για μετά το ξύρισμα. Μια αλοιφή για τους μυϊκούς πόνους. Ντεπόν αναβράζον. Ένα ζελέ. Ένα αποσμητικό σε σπρέι. Ένα κόκκινο κραγιόν. Καμία χτένα. 

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Στο νιπτήρα έσταξε ένας κόκκινος κύκλος. Έγραψα «δεν μπορώ». Οι κόρες δάκρυζαν απέναντι, έγνεψαν καταφατικά. Έκλεισα το καπάκι.

«Μήπως έχετε καραμέλες;», ρώτησα τον πρώτο που συνάντησα στο δρόμο και θυμήθηκα ότι είχα ξεχάσει το ντουλάπι ανοιχτό.

*Με τους κανόνες του:


11/9/15 0 σκέψεις

Να 'ναι Σεπτέμβρης


Να παίξουμε ακόμη ένα παιχνίδι. Να στραγγίξουμε το παιδί που ζει μέσα μας. Να διαλέγεις εσύ ένα τραγούδι. Να διαλέγω ύστερα κι εγώ. Να ψηλαφίζουμε τους στίχους, να διπλοκλειδώνουμε τις ανάσες μας μήπως και αποδράσουν. Να με ψάχνεις στο «cd που είχες κρατήσει άθελά σου». Να σε βρίσκω στον «έρωτα που βάσανα μοιράζει». 

Να αφηνόμαστε στην επιείκεια της σιωπής. Να τυλιγόμαστε στο σκοτάδι που λειαίνει τις (α)γωνίες. Να κοιτάζω τα στοιβαγμένα ρούχα από μέρες που απουσίαζα. Να μαντεύεις πού τα μάτια μου προσαράζουν. Να θεμελιώνομαι στα σεντόνια που είναι εκατό τοις εκατό από τη μυρωδιά σου. Να σκοντάφτει ο λογισμός σου σε αρχέγονες αμφιβολίες. 

Να ακούω καθημερινότητα στον επάνω δρόμο και να θυμάμαι πώς αν ήμουν βήμα, θα ήμουν δοκιμαστικό. Να δένεις μια τρίχα από τα μαλλιά μου στα δυο σου δάχτυλα, να την κινείς ρυθμικά εκεί που συναντιούνται οι δείκτες.

Να’ ναι σαν να υφαίνεις την ίδια τη ζωή. 

*Υπό τη διακριτική παρουσία:


25/7/15 0 σκέψεις

Αμιγώς αισθησιακό





«Μου δινόταν σαν ένας κατακλυσμός από κύμβαλα και νύχια […] 

Απαντώντας με το βογκητό της στο στόμα που ανέβαινε στους μηρούς της, στα χέρια που παραμέριζαν τα πόδια της για εκείνο το πρώτο βαθύ φιλί, η πνιγμένη κραυγή όταν η γλώσσα μου έφτανε στην κλειτορίδα της και γεννιόταν εκείνο το πιπίλισμα κι εκείνη η μικροσκοπική κι εντοπισμένη συνουσία, εγώ ένιωθα το χέρι της να χώνεται στα μαλλιά μου, να με τραβολογάει δίχως έλεος, φωνάζοντάς με με φωνή δυνατή και υποχρεώνοντάς με συγχρόνως να καθυστερώ οριακά, δίνοντάς της μια απόλαυση που ακόμα δεν ήταν δική μου, ο σκλάβος γονατισμένος πάνω στο χαλί, πιασμένος απ’ τα μαλλιά, υποχρεωμένος να παρατείνει την αλμυρή και ζεστή σπονδή, τα δάχτυλά μου αναζητούσαν πιο μέσα ακόμη το διπλό πέταλο του συνεσταλμένου της φύλου, ο δείκτης μου γλιστρούσε προς τα πίσω, έψαχνε την άλλη είσοδο, τη σκληρή και σταθερή, ξέροντας πως η Φρανσίν θα μουρμούριζε «όχι, όχι», αντιστεκόμενη στο διπλό συγχρονισμένο χάδι, συγκεντρωμένη μ’ έναν τρόπο σχεδόν άγριο στην εμπρόσθια απόλαυσή της, φωνάζοντας τώρα το όνομά μου με τα δυο της χέρια γαντζωμένα στα μαλλιά μου, και όταν θα γλιστρούσα παρασύροντάς την μαζί μου προς τα πάνω για να την ξαπλώσω με την πλάτη στα βάθη του κρεβατιού, θα ανασηκωνόταν και θα έπεφτε πάνω μου για να τυλίξει το φύλο μου με το ένα της χέρι και να το κατακτήσει με το στενό και τραχύ της στόμα που σιγά σιγά γέμιζε αφρό και σάλιο, σφίγγοντας τα χείλη της ώσπου να με πονέσει, παλουκωμένη σ’ ένα ατελείωτο λαχάνιασμα από όπου έπρεπε εγώ να την τραβήξω, γιατί δεν ήθελα να με πιει, τη χρειαζόμουν πιο βαθιά, στην παλίρροια της κοιλιάς της που με καταβρόχθιζε και πάλι μ’ έστελνε πίσω […]

Σπρώχνοντάς με ακόμα πιο δυνατά πάνω της μέχρι να την τεντώσει σαν τόξο ένας σπασμός, ή ήμουν εγώ ο πρώτος που βυθιζόταν ως τα όρια όταν η υγρή φωτιά άρχιζε να τρώει τους μηρούς μου, ενωνόμασταν σ’ ένα και μόνο βογκητό, στην απελευθέρωση αυτής της άφθαρτης δύναμης που για άλλη μια φορά ήταν πίδακας, δάκρυα και λυγμός, αργή βιτσιά της μιας στιγμής όπου ο κόσμος κατέρρεε και κυλούσε στο χαλί, στο όνειρο, στο μουρμουρητό της αναγνώρισης ανάμεσα σε αβέβαια χάδια και καυτό ιδρώτα».

Το βιβλίο του Μανουέλ, Χούλιο Κορτάσαρ, Εκδόσεις Κέδρος, 2008
14/7/15 1 σκέψεις

Μισό (πόσο) σε μισώ



Σε μισώ (που εξαφανίστηκες έστω και ένα) λεπτό. Έρχομαι.

Βάζω κάτι επάνω μου κι έρχομαι.

Σε μισώ (που έβαλες όλο σου το σθένος στο σχοινί κι έπεσα στο κενό κι έμεινες στο) γκρεμό - πατάς το χείλος του αντί να το φιλήσεις.

Σε μισώ (γιατί με έθαψες σε ένα) τετραγωνικό μέτρο όπου στοιβάζονται τα οστά μιας λίμνης που τη ρούφηξε το χώμα.

Σε μισώ, ακούς;

Σε μισό, σου λέω.

Σε μισό (κόσμο πώς να φέρουμε τα όνειρα) που δεν είναι στο χέρι μας. 


5/5/15 1 σκέψεις

Ερωτικά παραληρηματικό



Τη μέρα που ήρθα και σε βρήκα τα μάτια σου ήταν καρφωμένα στα χαλίκια. 

Έψαχνες ανάμεσά τους να βρεις σφηνωμένες τις λέξεις που δεν μπορούσες να πεις. 

Ένα πετραδάκι γλίστρησε στο παπούτσι μου, το ανεπαίσθητό μου «αχ» σήκωσε το βλέμμα σου και τινάχτηκες να με προστρέξεις. 

«Όλα καλά» σου είπα, «θέλω να είσαι καλά» μου είπες και εκεί που το φεγγάρι τόνιζε την περισπωμένη των χειλιών σου, τα σφάλισες με οξεία αναταραχή και μ’ άφησες με ένα χαρτί στη χούφτα. 

Το άσπρο σύννεφο που άφησε πίσω το απότομο φευγιό σου, με εμπόδιζε να διαβάσω καθαρά το γράμμα που κι εκείνο άφησες πίσω και έτσι γύρισα στο κρεβάτι μας, πίσω κι εγώ, να σε περιμένω για να σου φωνάξω με θυμό που πάλι ξέχασες ότι είμαι αλλεργική στην σκόνη.  

Εργασία #1
6/3/15 2 σκέψεις

Η γυναίκα που εκδικείται τους λογοτεχνικούς ήρωες



Κάθε φορά που αποφασίζει να απαρνηθεί την τάξη των πραγμάτων της και χαρίζει στα βήματά της το ακαταλόγιστο του προορισμού τους, η ανοιχτή πόρτα που αντικρίζει είναι πάντοτε ενός Φαμπιό του Ιζζό, ενός Οράσιο του Κορτάσαρ, ενός Τόμας του Κούντερα.  

Είτε με το σημάδι από το μαγιό, είτε με την υγρασία της βροχής στα μαλλιά της, οι δρόμοι έχουν πάντοτε ταξί και τα πεζοδρόμια το ευδιάκριτο χρώμα της προσμονής της.

Θα έπρεπε να ήταν επικίνδυνα αφελής για να μην παραδεχτεί ότι όλα τα αινίγματα των προαιώνιων ερώτων βρίσκουν απάντηση στον τρόπο που καταφέρνει και γλιστρά στην ασχημάτιστη αγκαλιά της ο «τρεις σε συσκευασία του ενός» Ήρωας της.

Είναι όμως και σωτήρια έξυπνη για να παραδεχτεί ότι η λογοτεχνία είναι η απάντηση στη ζωή μόνο όταν δεν έχει προηγηθεί καμιά ερώτηση.

Όταν οι απορίες γλιστρούν στο χείλος του μετώπου, ξυστά, σαν μετεωρίτες που τελευταία στιγμή αποφασίζουν να μην καταστρέψουν ολοσχερώς το ξένο σώμα που παρεμβαίνει στην τροχιά τους, τότε η λογοτεχνία γίνεται αγνή και αταξινόμητη εκδίκηση. 



 
;