30/7/11 0 σκέψεις

Γιώργος Παπαγεωργίου: He will survive



της Κικής Μουστακίδου


Τέσσερα χρόνια πριν. Όλοι οι άνθρωποί μου έτρεχαν σαν τρελοί στο θέατρο «Εγνατία». Έβλεπαν και ξανάβλεπαν μια σουρεαλιστική παράσταση με το όνομα «Κατσαρίδα». Το χαμόγελό τους έφτανε μέχρι τα αυτιά όταν μου μιλούσαν για έναν απίστευτο τύπο που έπαιζε ιδανικά τον ρόλο μιας φαντασμένης πεταλούδας. Έβαλα έναν αστερίσκο δίπλα στο όνομα «Γιώργος Παπαγεωργίου» και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να τον ανακαλύψω όταν θα ανέβαινε με νέα δουλειά στη Θεσσαλονίκη. Ακριβώς έτσι έγινε. Το αυτοσχεδιαστικό έργο «I will survive» ήρθε για ένα μήνα στην πόλη και τελικά έμεινε για τρεις. Δεν είναι κι εύκολο να χορτάσεις έναν ηθοποιό που με έναν του μορφασμό σε κάνει να πασχίζεις να κρατήσεις το στομάχι σου στη θέση του και σε πείθει τόσο ως νευρωτικός επιστήμονας όσο και ως Βάνα Μπάρμπα μέσα στις δυο ώρες της ίδιας παράστασης.


Ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι μια αεικίνητη πλαστελίνη επί σκηνής. Μεταμορφώνεται και παρασύρεται όσο χρειάζεται για να σε συνεπάρει. Γνήσιος εκπρόσωπος μιας θεατρικής φιλοσοφίας που θέλει τον θεατή συμμέτοχο και όχι ωραία κοιμωμένο στην καρέκλα του. Διαθέτει όλα όσα θα του επέτρεπαν να κυκλοφορεί με καβαλημένο καλάμι κι όμως, δεν το κάνει. Ο γιος της Φιλαρέτης Κομνηνού μπορεί με σιγουριά να πει ότι δεν στηρίχθηκε στις πλάτες της μητέρας του. Μπήκε στο επάγγελμα ξεκινώντας με κομπαρσιλίκια και συνεχίζει σε αυτό με άφθονο θέατρο και δίχως τηλεόραση. Την δουλειά του είναι που θέλει να εκτιμούν, όχι το είδωλό του.  

Μεγάλωσε στην Τούμπα και την Καλαμαριά, αλλά ζει πια στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα δουλεύει κι εδώ απολαμβάνει να περπατά στην παραλία, να ξενυχτά στο Residents  και να μαγεύεται από το Καπάνι. Αγαπά το Βερολίνο, τα κλισέ και την αποδόμησή τους, τον αυτοσαρκασμό, τους συνειδητά απαισιόδοξους ανθρώπους αλλά όχι εκείνους που παραδίνονται στη μιζέρια τους. Εκτιμά κι όσους υπήρξαν έμμεσοι δάσκαλοι στη ζωή του με την τέχνη και τη σκέψη τους. Όπως ο Ελύτης με μια φράση του. Όπως ο Αγγελάκας με τα τραγούδια του. Γλυκά, χωρίς εκπτώσεις. Αυτό θα ήθελε να κάνει και ο ίδιος σε ό, τι αφορά τη δουλειά του. Να μείνει σταθερός στις αξίες και την αισθητική του. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν θα τα έχει πια καταφέρει, το δικό μου χέρι, βέβαιο γαρ, θα βρίσκεται ακόμη στη φωτιά. 


* Δημοσιεύθηκε στο Pepper magazine #9, Ιούνιος 2011




2/7/11 0 σκέψεις

Αλλάζεις. Άρα ζεις.


(Με αφορμή πολλές κουβέντες. Πολλές αναλύσεις. Πολλές διαφωνίες. «Είναι Μαρία - δε θέλω να λέω ψέμματα - δύσκολοι καιροί. Και θάρθουνε κι άλλοι. Δεν ξέρω - μη περιμένεις κι από μένα πολλά - τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω, κι απ΄όσα διάβασα ένα κρατάω καλά: ''Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος''. Θα την αλλάξουμε τη ζωή! Παρ' όλα αυτά Μαρία». Κ.Γ) 




«Ένας παλιάτσος είμαι εγώ/καλή σας μέρα/Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ/ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα/γι' αυτό κι εγώ θα σας το πω». Το τραγούδι συνεχίζει και μιλά για τα «δίκια της ζωής», που θα τα «τραγουδάς κι εσύ απ’ την πλατεία». Δεν τα πήγαινα ποτέ μου καλά με τέτοιου είδους άσματα, μέχρι που άκουσα τον μικρό Θανάση να παίρνει το μικρόφωνο κάτω από τον Λευκό Πύργο και να το τραγουδά. Δεν τα πήγαινα ποτέ μου καλά με τις πολιτικές συγκεντρώσεις και τις πορείες, μέχρι που είδα τους υπόλοιπους «Αγανακτισμένους» γύρω μου να δακρύζουν και να τον χειροκροτούν.

Τέτοιες εικόνες συναντά κανείς στα γρασίδια δίπλα στον Θερμαϊκό. Ισως, ακόμη εντονότερες στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Αληθινές και ενωτικές. Και δεν είναι μόνο ένα μικρό παιδί που συγκινεί το πλήθος. Είναι και άνθρωποι κάθε ηλικίας που περιμένουν στωικά προκειμένου να φτάσει η σειρά τους και να εκφράσουν την άποψή τους πάνω στο τέλμα που έχει περιέλθει η χώρα τους. Υπάρχει μια δυναμική στους «Αγανακτισμένους», στις συνελεύσεις τους, στην καθημερινή μεταξύ τους συνεργασία, που αναπτύσσεται σε γόνιμο έδαφος. Δεν μπορεί όλο αυτό που συμβαίνει να είναι μονάχα ένα πυροτέχνημα. Μια βιαστική εκτόνωση και ύστερα πάλι, τα κεφάλια μέσα. Είναι η πρώτη φορά που οι πολίτες αυτής της χώρας παράτησαν το «εγώ» τους στο σπίτι, μαζί με τους απλήρωτους λογαριασμούς και αναζητούν με τόσο πείσμα ένα «εμείς» αχρωμάτιστο και ακομμάτιστο, έστω κι αν κανείς τους ακόμα δεν γνωρίζει ποιο μπορεί να είναι αυτό.

Και είναι αλήθεια. Τα αιτήματα δεν είναι συγκεκριμένα, η επόμενη και δραστικότερη κίνηση δεν έχει οργανωθεί. Ακόμη και τα συνθήματα πολλές φορές, σβήνουν και χάνονται στη δεύτερη επανάληψή τους. Όσοι ασκούν κριτική, θέτουν μία και μοναδική ερώτηση. «Και μετά τι»;

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, οι «Αγανακτισμένοι» κλείνουν μία εβδομάδα συνεχούς παρουσίας στους δρόμους. Μετά τη δημοσίευσή του, μπορεί και να μην υπάρχει ψυχή κάτω από τον Λευκό Πύργο και όλα αυτά να μοιάζουν τουλάχιστον φαιδρά, όπως προβλέπει ένας φίλος.

Ακόμη και έτσι να καταλήξει, ακόμη και αν επιβεβαιωθούν οι επιφυλακτικοί επικριτές αυτής της κίνησης, το σίγουρο είναι ότι η αρχή για κάτι μεγαλύτερο θα έχει ήδη γίνει. Καμιά ιστορία δεν μπορεί να ρουφήξει στα άδυτά της το πνεύμα σύμπνοιας που έχει καλλιεργηθεί μέσα και γύρω από τα κιόσκια των «Αγανακτισμένων». Μπορεί να ξεθωριάσει αυτή η μετοχή αλλά σίγουρα θα βρεθεί μια άλλη για να ονοματίσει την ανάγκη των πολιτών για μία ολοκληρωτική αλλαγή.  Μπορεί οι Ισπανοί να πάψουν να κάνουν ησυχία «για να μην ξυπνήσουν τους Έλληνες» αλλά σίγουρα θα βρεθεί μια νέα αφορμή ώστε να κατεβάσει ένα ποτάμι μπουχτισμένων νέων και ηλικιωμένων ανθρώπων στους δρόμους. Οι άδειες κατσαρόλες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα συνεχίσουν να χτυπούν και να ακούγονται στις πλατείες. Γιατί αυτές είναι το μέλλον που τρομάζει έναν κόσμο ανήμπορο να ορίσει το μέλλον του, έτσι όπως το έχει ονειρευτεί.

* Δημοσιεύθηκε στο Pepper magazine #9, Ιούνιος 2011
 
;