30/4/12 0 σκέψεις

Δεν είμαι μόνο.


«Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα 'πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω,
αν σ' αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ' αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι.
Θ' αναγνωρίσεις τ' άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου»;

Τέλος του καλοκαιριού, Τίτος Πατρίκιος



22/4/12 0 σκέψεις

«Μην το παραχέσουμε κιόλας»*


(Γενάρης 2012. Στα social media τα uploads δίνουν και παίρνουν. «Δείτε γιατί δάκρυσε στον αέρα η Τσαπανίδου». «Ο Χριστιανόπουλος έκανε ρόμπα την Πόπη». Η ιστορία γνωστή. Ο ποιητής απαντά στις ερωτήσεις της δημοσιογράφου με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, εκείνη δακρύζει από τα νεύρα, πηγαίνει να τα μπαλώσει, το link κλείνει ευγενικά. Οι μισοί του βγάζουν το καπέλο, οι άλλοι μισοί τον αποκαλούν γεροπαράξενο).

Αναρωτιέμαι. Είναι μάλλον εναλλακτικό να υποστηρίζεις έναν ποιητή που  βγαίνει στα παράθυρα και τα χώνει στον αλήτη – ρουφιάνο – δημοσιογράφο που έχει απέναντί του. Σου προσθέτει πόντους, σε ανεβάζει ένα επίπεδο πιο πάνω, ρε παιδί μου. Το να χρησιμοποιείς εκφράσεις του τύπου «ποιητικό χτύπημα στο σάπιο τηλεοπτικό σκηνικό» ή «έμμεση πνευματική γροθιά στο χρεωκοπημένο πολιτικό σύστημα» για να εξηγήσεις τη συμπεριφορά του, ξαφνικά, δεν σε μετατρέπει σε σκληροπυρηνικό οπαδό του ΚΚΕ αλλά σε βαθιά σκεπτόμενο άτομο. Άσε που κοιμάσαι και πιο ελαφριά. Λες: «την έκανε την επανάστασή μου ο 80χρονος ποιητής. Ας την πέσω τώρα γιατί αύριο έχει διαγωνισμό έξυπνης ατάκας στο twitter».

Αναρωτιέμαι και πάλι. Από πότε πρέπει να ανέχεσαι βλακώδη και κούφια λόγια επειδή προέρχονται από χείλη ανθρώπων που υπηρετούν τα γράμματα. Από πότε πρέπει να σκάβεις τόσο βαθιά για να βρεις το κρυμμένο, ανώτερο νόημα που (ξέρεις ότι δεν) υπάρχει. Από πότε ένας ποιητής που βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση του καλεσμένου σε εκπομπή νομιμοποιείται στις ανθρώπινες συνειδήσεις να προσβάλει τον συνομιλητή του επειδή είναι ποιητής (και επομένως, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για την κληρονομιά των κόμπλεξ που θα αφήσει πίσω του).

Ξέρω, πέρασε καιρός από τη μέρα που ο Ντίνος και η Πόπη συναντήθηκαν στα διπλανά παράθυρα. Το γεγονός γράφτηκε με χρυσό μελάνι στην τηλεοπτική ιστορία. Δεν είναι όμως για να ξεχνιέται κάτι τέτοιο. Δεν κρατάω κακία στον Χριστιανόπουλο για το αίμα που ανέβηκε στο κεφάλι μου όταν είδα το show του. Είμαι θυμωμένη με τους νέους ανθρώπους που τον υποστήριξαν. Με αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται ότι χρειαζόμαστε πια ανθρώπους της τέχνης που το κάθε τους κύτταρο θα φωνάζει την πνευματική τους ισορροπία. Ανθρώπους που θα γνωρίζουν αλήθειες φανερωμένες από την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική και θα τις μοιράζονται μαζί μας, έχοντας το θάρρος του λόγου τους. Όχι κρυμμένοι πίσω από το μεγάλο τους όνομα που τους δίνει αυθαίρετα την άδεια να μην βουτάνε τη γλώσσα στο μυαλό τους. Γιατί από αυτή την άποψη, καμιά διαφορά δεν έχει ο μεγάλος δημοσιογράφος από τον μεγάλο ποιητή. Είναι μεγέθη εξίσου παραπλανητικά και επίφοβα.

«Ο κόσμος υποφέρει και πονά/ και εσείς τα ίδια παραμύθια» Ν.Χ

*Ατάκα του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο τέλος της συνέντευξής του στην Πόπη Τσαπανίδου.

Κείμενο: Κική Μουστακίδου. Δημοσιεύθηκε στο Pepper Magazine #14, Απρίλης 2012. 
10/4/12 0 σκέψεις

Εαρινή συμφωνία XXVII, Γ. Ρίτσος


Ξημερώνει.
Η αχλύ παραμερίζει.
Τα πράγματα 
σκληρά λαμπερά κι αδιάψευστα.

Πόσους μήνες κοιμηθήκαμε.
Ξεχασμένοι ξεχαστήκαμε
σ' ένα θάμβος πυκνό
από νύχτα κι από ήλιο. 

Δεν κλαίω
γιατί ο ύπνος μ' αρνήθηκε. 
Πίσω απ' τον κήπο μας
υπάρχουν κι άλλοι κήποι.

Ο θάνατος υψώνει
σκαλί σκαλί τη σκάλα
που πάει στον ουρανό.

Φεύγει το θέρος
μα το τραγούδι μένει. 

Όμως εσύ που δεν έχεις φωνή
πού θα σταθείς ν' απαγκιάσεις;
Πώς θα σμίξεις το φως με το χώμα;

Άνοιξε τα παράθυρα
να μπει το φως
η ατίθαση ριπή του ανέμου
το αψύ χνώτο
των μεγαλόπρεπων βουνών.

Κοίτα
χαμογελάει το ανεξάντλητο
μπροστά στα σταυρωμένα χέρια.
Λύσε τα χέρια.

Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ' όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
- να μάθεις να χαμογελάς.

Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη
πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.

Νά τος ο ήλιος
πάνω απ' τις μπρούντζινες πολιτείες 
πάνω απ' τους πράσινους αγρούς
μες στην καρδιά μας. 

Νιώθω στους ώμους 
το βαθύ μυρμήγκιασμα
καθώς φυτρώνουν
όλο πιο νέα και πιο μεγάλα
τα φτερά μας.

Ύψωσε τα ματόκλαδα.

Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ' τη λύπη σου
φως και αίμα
τραγούδι και σιωπή.

Καλοί μου άνθρωποι
πώς μπορείτε
να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε 
να μη χαμογελάτε; 

Ανοίχτε τα παράθυρα

Νίβομαι στο φως
βγαίνω στον εξώστη 
γυμνός
ν' αναπνεύσω βαθιά
τον αιώνιο αγέρα
με τ' αδρά μύρα
του νοτισμένου δάσους
με την αλμύρα
της απέραντης θάλασσας. 

Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.

4/4/12 0 σκέψεις

Αυτοκτόνησέ τους.


Πρωί. Μαύρος καιρός με υγρασία κατάθλιψης. Κάθομαι στη γνωστή μου θέση, στο γνωστό λεωφορείο, σφίγγοντας τα γόνατά μου και προσπαθώντας να ξοδέψω όσο λιγότερο χώρο μπορώ. Να χωρέσουμε όλοι (να πάμε πού;). Στο ραδιόφωνο το άκουσα και ένιωσα πάλι εκείνη τη βελόνα να κολυμπάει στις φλέβες, στο νευρικό μου σύστημα. Ένας 77χρονος αυτοπυροβολήθηκε στο Σύνταγμα.

Παύση.

Τελεία.

Πρωί. Μαύρος καιρός. Ακόμα στον αέρα η υγρασία, η κατάθλιψη. Τώρα πιο έντονη. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Ένας άντρας, περίπου στην ίδια ηλικία με τον αυτόχειρα που πέθανε στα αυτιά μου λίγα λεπτά νωρίτερα, φοράει ένα καλοβαλμένο γιλέκο και στήνει την ταμπέλα του καταστήματός του πάνω στο πεζοδρόμιο της Εγνατίας. «Αγοράζονται χρυσαφικά – δίνονται μετρητά». Βρίζει έναν παράλυτο επαίτη που ζητιανεύει μπροστά στην πόρτα του. Κουνάει επιθετικά τα χέρια του, τα χείλη του είναι ραμμένα με φορά προς τα κάτω και στάζουν δύσοσμα, στερεοτυπικά σάλια.

Βουβό κλάμα.

Μαζί με τις γραβάτες αυτού του τόπου, βεβηλώνουν τον θάνατο ενός απελπισμένου ανθρώπου και όσοι περιμένουν να φάνε ψωμί από τη διάχυτη δυστυχία. Πόσο χρυσάφι πρέπει να περάσει από τα χέρια τους για να δανείσουν λίγο στην καρδιά τους;   

Ξανά το βλέμμα μέσα από το παράθυρο. 

Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να αλλάξουμε τον κόσμο.
 
;