30/9/10 1 σκέψεις

Αυτό (και όχι μόνο) στο χρωστάω.



ΒΙΚΤΟΡΙΑ ΧΙΣΛΟΠ

Αγγλική πένα σε γαλάζιο μελάνι

συνέντευξη στην Κική Μουστακίδου, kikimous_90@yahoo.gr

Είναι μια Αγγλίδα που αγαπά την Ελλάδα και λατρεύει να γράφει. Από τον συνδυασμό των δύο, γεννήθηκε το «Νησί». Η Βικτόρια Χίσλοπ , στο πρώτο της μυθιστόρημα, ασχολήθηκε με το ζήτημα της λέπρας, με κέντρο αναφοράς το νησί Σπιναλόγκα, στην Κρήτη. Λίγο πριν το best seller μεταφερθεί στην ελληνική τηλεόραση μέσω της ομώνυμης σειράς, η συγγραφέας μοιράζεται σκέψεις και συναισθήματα.

Υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις που στα αγγλικά ονομάζονται «icebreakers». Είναι εκείνες που χρησιμοποιούνται στην αρχή μιας συνέντευξης για να σπάσει ο πάγος ανάμεσα στο δημοσιογράφο και τον συνεντευξιαζόμενο. Είναι ακριβώς εκείνες οι ερωτήσεις που δεν σου χρειάζονται όταν απέναντί σου στέκεται η Βικτόρια Χίσλοπ.

Η Αγγλίδα συγγραφέας βρέθηκε για λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη και η δική μας κουβέντα επικεντρώθηκε γύρω από το πρώτο της και πιο επιτυχημένο βιβλίο, το «Νησί». Με φόντο το νησί Σπιναλόγκα, που στις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσε ως λεπροκομείο, η ιστορία του διεθνούς best seller περιγράφει την επίδραση της λέπρας στο εσωτερικό μιας οικογένειας και όχι μόνο.

«Το βιβλίο καταγράφει παράλληλα και τις σχέσεις ανάμεσα στο νησί της Σπιναλόγκα και στην κοινωνία με τους υγιείς, την αλληλεξάρτησή τους. Εχει να κάνει με το στίγμα, τον ρατσισμό, την αγάπη και μια μειονότητα αποκλεισμένη, που όμως εξακολουθεί να αποτελείται από Ανθρώπους».

Με αφορμή ένα ταξίδι

Η ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου προέκυψε αυθόρμητα μετά την πρώτη επίσκεψή της στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Κρήτη, το 2001. «Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε με επηρέασε συναισθηματικά. Υπήρχαν αποτυπωμένα τα ίχνη της εποχής, κομμάτια από κουρτίνες που είχαν ξεχαστεί στο χρόνο. Σχεδόν μπορούσες να φανταστείς τα μικρά δρομάκια γεμάτα από κόσμο, τόσο έντονες εικόνες που ήθελα να τις καταγράψω».

Το «Νησί» είναι ένα βιβλίο πολυμεταφρασμένο, πολυσυζητημένο, με πωλήσεις χιλιάδων αντιτύπων. Ωστόσο, πριν πάρει το δρόμο για την πρώτη του έκδοση, γνώρισε την απόρριψη από έξι εκδοτικούς οίκους. «Για να είμαι ειλικρινής, ένιωσα απογοητεύμενη. Το θέμα του βιβλίου θεωρήθηκε αντιεμπορικό αλλά βαθιά μέσα μου πίστευα πως θα βρισκόταν κάποιος που θα καταλάβαινε ότι δεν αφορά τη ασθένεια, αλλά τη θεραπεία της, το πώς οι άνθρωποι βγαίνουν πιο δυνατοί μέσα από δοκιμασίες. Τελικά, εντελώς συμπτωματικά, η εκδότης που το ανέλαβε είχε ζήσει τα παιδικά της χρόνια στην Αφρική, γνώριζε από λέπρα και ένιωσε την ιστορία κομμάτι της».

Τη συζήτησή μας διέκοψαν οι μουσικές μιας μπάντας που χρωμάτιζε τον διπλανό δρόμο, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της «Ημέρας χωρίς αυτοκίνητο». Η Βικτόρια Χίσλοπ, σχεδόν εκστασιασμένη, τους κοίταξε από το παράθυρο και δήλωσε θαυμάστρια της διαρκούς διάθεσης των Ελλήνων για διασκέδαση. «Νιώθω πιο κοντά στην έμπνευση όταν ταξιδεύω παρά πίσω στην πατρίδα μου. Είναι σαν να ξυπνάω όταν ταξιδεύω. Τραβάω πολλές φωτογραφίες, τις κολλάω στον τοίχο πάνω από τον υπολογιστή μου κι έτσι γράφω. Από την Ελλάδα έχω κρατήσει μια φωτογραφία με ένα ψάρι και δυο κομμένα λεμόνια σε ένα πιάτο. Είναι σαν να τα μυρίζω ακόμα».

Η Κατερίνα Λέχου και το... Οσκαρ

Η ομώνυμη σειρά, βασισμένη στο βιβλίο της Βικτόριας Χίσλοπ, ετοιμάζεται σε λίγες μέρες να κάνει πρεμιέρα μέσα από τη συχνότητα του Mega. Η συγγραφέας μιλά με ενθουσιασμό για τη συνεργασία αλλά λίγο πριν, εξηγεί για ακόμη μία φορά τους λόγους που την έκαναν να απορρίψει την πρόταση του Hollywood για μεταφορά του βιβλίου στην μεγάλη οθόνη. «Ο κόσμος θα με θεωρεί τρελή, μήπως έγινα περισσότερο διάσημη μέσα από αυτήν την απόρριψη; Απλώς δεν ήθελα να πουλήσω τα δικαιώματα και να μην έχω δυνατότητα παρέμβασης. Ολοι οι συγγραφείς που γνωρίζω, μετάνιωσαν πικρά που είδαν το «παιδί» τους να μεταμορφώνεται σε κάτι ολότελα διαφορετικό»

«Σε ότι αφορά το mega, είχα πολύ καλή συνεργασία με όλους τους συντελεστές, μου επιτράπηκε να βρίσκομαι και στη διαδικασία του κάστινγκ. Η Μιρέλλα Παπαοικονόμου έπρεπε να επεκτείνει το υλικό, να προσθέσει νέες ιστορίες και χαρακτήρες για να καλύψει 26 επεισόδια. Δουλέψαμε μαζί άψογα».

Πόσο ικανοποιημένη είναι τελικά από την επιλογή των ηθοποιών και το μέχρι στιγμής αποτέλεσμα; «Ολοι είναι εξαιρετικοί στο ρόλο τους. Ιδιαίτερα, η Κατερίνα Λέχου είναι σαν να νιώθει πραγματικά τον πόνο. Αν υπήρχαν Οσκαρ για την ελληνική τηλεόραση, δεν θα είχε να αντιμετωπίσει κανέναν ανταγωνισμό. Με τα πρώτα έξι επεισόδια που έχω ήδη δει, μπορώ να πω ότι δεν συγκρίνεται με τίποτα που να έχω παρακολουθησει μέχρι τώρα, ακόμη και στην αγγλική τηλεόραση. Εχει δράμα, σασπένς, κοινώς δεν παίρνεις τα μάτια σου από πάνω του ούτε για ένα λεπτό».

INFO

Το «Νησί», όπως και το δεύτερο βιβλίο της Βικτόριας Χίσλοπ, ο «Γυρισμός» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα». Η συγγραφέας αυτόν τον καιρό γράφει το τρίτο της βιβλίο, που θα αφορά και πάλι την Ελλάδα.
Η σειρά του Mega, το «Νησί», κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 11 Οκτωβρίου, στις 21.50.
28/9/10 2 σκέψεις

Κλειστόν λόγω κλίσης (αψυχολόγητο)



Εκλεισε και έφυγε. Την πόρτα της και προς άγνωστη κατεύθυνση. Ηθελε να νιώσει και πάλι τον εαυτό της ανοιχτό βιβλίο. Μακριά από εκείνους που με ευκολία την χαρακτήριζαν κλειστή. Που την παρομοίαζαν με όστρακο βουτηγμένο σε σάλτσα από πείσμα, με παλάμες καταδικασμένες από την μοίρα τους σε αιώνια προσευχή.

Είχε κλείσει μέσα της μυστικά που τα κρατούσε «κρυφά για να μείνουν κρυμμένα». Ναι. Αγωνίες, λάθη, φόβους, σχέδια, μνήμες, πόνους, επιφυλάξεις. Πίστευε πως αλέθοντάς τα μέσα της, θα τα έκανε άμμο ψιλή, θα τα έθαβε πιο βαθιά κι από τις πιο παρατημένες επιθυμίες. Οχι. Απλώς είχε μια έμφυτη κλίση στην υπερβολή, κι έλεγε πως αν ποτέ παρουσιαζόταν εύθραυστη μπροστά σε κάποιον πέρα από τον καθρέφτη της, θα γκρέμιζε η εικόνα που είχε για τον ίδιο της τον εαυτό.

Κι έκλεινε κεφάλαια παραδομένη στη μοναξιά και μόνη, γιατί για εκείνους που τη φώναξαν κλειστή κρατούσε για το τέλος μια διάψευση. Κι έκλινε σε ένα τέλος πιο ανοιχτό και δίχως όσους. Εκλεινε περιθώρια να μην ακούσουν ζωντανή νεκρή κραυγή.
27/9/10 2 σκέψεις

Inception // Κι όμως, κινείται.



Ας μπορούσα να φυτέψω στο κεφάλι σου μια Ιδέα. Να σχεδιάσω στην τελειότερη μορφή της την Απαρχή μιας Ιδέας. Οτι όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, γίνονται για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Οτι χάρη σε αυτόν το λόγο, εμείς γινόμαστε πιο δυνατοί. Δυνατότεροι για να αντιμετωπίσουμε θηρία ανεκδιήγητα και τις Προβολές τους, σαν σε όνειρο.

Κι αν μπορούσα να φυτέψω στο κεφάλι σου μια Ιδέα; Τι θα άλλαζε; Αφού θα ήταν σώμα ξένο, ο οργανισμός σου κάποια στιγμή θα το απέρριπτε. Ασε που μπορεί να νόμιζες την πραγματικότητά σου για ψέμα και το ψέμα σου για αυθεντική σου ζωή. Κι ύστερα, εγώ θα πάλευα να οργανώσω το πιο συγχρονισμένο Σπρώξιμο για να σε επαναφέρω στις τρεις διαστάσεις του αληθινού κόσμου. Και εσύ δεν θα ανταποκρινόσουν, θα έμενες βυθισμένος στη Λήθη του ονείρου. Πεπεισμένος στον ψεύτικο σου κόσμο ότι όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, γίνονται για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Οτι χάρη σε αυτόν το λόγο, εμείς γινόμαστε πιο δυνατοί.

Μα με το Τοτέμ να στριφογυρνά ακόμη επάνω στο τραπέζι, δεν μου μένει τίποτε άλλο παρά να παραδεχτώ ότι  α π έ τ υ χ α .
21/9/10 0 σκέψεις

Χωρίς. Αμέ!



«Χωρίς να σε βλέπω
Χωρίς λόγους
Χωρίς τελετές
Χωρίς να με κοιτάς
Χωρίς τσιγάρα και καφέ
Χωρίς να βρέχει
Χωρίς να κλαις
Χωρίς να γελάς
Χωρίς τα ρούχα που σε κάνουν και αισθάνεσαι άνετα
Χωρίς μουσική
Χωρίς το ημερολόγιό σου
Χωρίς τη γλάστρα που σου χάρισα
Χωρίς τη φωτογραφία από τη Σύρο
Χωρίς λόγο.»
20/9/10 0 σκέψεις

Το δάσος δεν υπάρχει πια.



«...μπορεί να γδυθείς βέβαια στο παγωμένο δάσος
Και συχνά βρέθηκες γυμνός
Και τα ρούχα χάθηκαν
Κι άλλα δεν είχες
Αλλ' εάν δε ζητήσεις
Κάποια κουρέλια να σε προφυλάξουν
Το δάσος δεν υπάρχει πια για σένα
Μήτ' εσύ για το δάσος».

authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com
16/9/10 2 σκέψεις

Το βασίλειο του μονόφθαλμου. (Το παρακμύθι)

Μια φορά κι έναν καιρό, ανάμεσα στους τυφλούς επικρατούσε ο μονόφθαλμος κι έτσι αποφάσισαν να τον χρίσουν επισήμως βασιλιά. Κι ο μονόφθαλμος, σου λέει, έγινε ξάφνου Μονόφθαλμος με κεφαλαίο και απέκτησε πλούτη, εξουσία και μια μύτη ως τον ουρανό.

Και οι τυφλοί που τον επέλεξαν για να τους κυβερνήσει, του έδωσαν να διοικεί μια εταιρεία με το όνομα «Ξέρω - τουλάχιστον - πού - παν - τα - τέσσερα». Η δουλειά του δεν θα ήταν δύσκολη, θα έπρεπε μονάχα να ξεχωρίζει τους καλούς εργάτες από τους κακούς, να ανταμείβει τους πρώτους και να διώχνει τους δεύτερους. «Απλά πράγματα», σκέφτηκε. «Κάτι σαν να ξεχωρίζεις τη σκάρτη σοδειά από την κανονική» είπε, λιγάκι φωναχτά και το μετάνιωσε, γιατί άφησε να φανεί στους κατωτέρους του η ταπεινή καταγωγή του.

Οι μέρες κυλούσαν και ο Μονόφθαλμος ήταν ικανοποιήμενος, πρώτον, γιατί μπορούσε να βλέπει τα πλούτη του να αυγαταίνουν και δεύτερον, γιατί μπορούσε να βλέπει τα πλούτη του να αυγαταίνουν. Η εταιρεία που είχε να αναλάβει να διοικεί υπέθετε πως πήγαινε καλά αφού τα σεντούκια του γέμιζαν ξανά και ξανά, τόσο που με το ζόρι έκλειναν. Γελούσαν μέχρι και τα μουστάκια του που κατάφερνε να είναι βασιλιάς και διευθυντής χωρίς να ρίξει στάλα ιδρώτα στο καλογυαλισμένο του πάτωμα. Δεν τον ένοιαζε αν ανάμεσα στους καλούς εργάτες, υπήρχαν και κακοί κι έτσι άφηνε την εταιρεία στη τύχη της, αφού η δική του του είχε χαμογελάσει εδώ και καιρό.

Τα χρόνια περνούσαν, τα σεντούκια του Μονόφθαλμου πολλαπλασιάζονταν, η μύτη του άγγιξε τη στρατόσφαιρα από την τόση περηφάνεια, η κοιλιά του ακούμπησε το φρεσκοποτισμένο γρασίδι της βασιλικής του αυλής από το πολύ φαϊ και το μάτι του άστραφτε από ευτυχία. Μέχρι μια αποφράδα μέρα, που ο Μονόφθαλμος γνώρισε την Κρίση, μια εντυπωσιακή γυναίκα παγκοσμίου φήμης που μόνο αυτός μέχρι τότε δεν ήξερε. Η Κρίση, με έναν τρόπο που ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει, εξαφάνισε με τον καιρό τις χρυσές λίρες του Μονόφθαλμου, στράγγιξε τα σεντούκια του και τον κατάντησε ηγέτη ενός βασιλείου με θεμέλια που τρίζουν.

Πάνω στην απελπισία για το στέμμα που ένιωθε να χάνει από το κεφάλι του, πήγε για πρώτη του φορά ο ίδιος στα γραφεία της εταιρείας με το όνομα «Ξέρω - τουλάχιστον - πού - παν - τα - τέσσερα». Νόμιζε πως θα μπορούσε να τον σώσει, να του προσφέρει νέα πλούτη που θα αντικαθιστούσαν τα παλιά. Επεσε όμως. Εξω και από τα σύννεφα. Οι κακοί εργάτες ήταν περισσότεροι από τους καλούς, κι εικόνα της εταιρείας είχε με τον καιρό διαλυθεί στις συνειδήσεις όσων την θαύμαζαν. Τα κέρδη ήταν ψίχουλα και ο Μονόφθαλμος την είχε ξεχάσει αυτή τη λέξη, είχε ξεχάσει πως θα μπορούσε να μείνει στη ζωή τρώγοντας έστω λίγα από αυτά.

Πάνω στην ταραχή και την έλλειψη παιδείας του, πήρε μια απόφαση που στάθηκε μοιραία. Αντί να απομονώσει τους κακούς, ξέσπασε την οργή του πάνω στους καλούς, κι έπαιξε μάλλον ρόλο η ποσότητα κι όχι η ποιότητα. Κι ένιωσε ο Μονόφθαλμος προς στιγμήν καλά, γιατί οι καλοί έφευγαν με το κεφάλι ψηλά, κι ο ίδιος δεν μπήκε στη διαδικασία να νιώσει τύψεις. Πίστεψε λοιπόν ότι αφού ανακάτεψε την τράπουλα, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, όμως οι άσσοι είχαν πια φύγει από το παιχνίδι.

Κι οι κακοί εργάτες έγιναν ακόμη πιο κακοί γιατί συνειδητοποίησαν ότι η κακία τους είχε ισχύ. Κι ο Μονόφθαλμος μπροστά τους γινόταν και πάλι μονόφθαλμος, μιας και τους είχε δώσει να το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται σημαντικοί αφού αυτός, αναλαμβάνοντας τη θέση του διευθυντή, δεν ήξερε να προσδιορίζει τίποτε. Κι έτσι, μέσα σε μια νύχτα, η εταιρεία άλλαξε όνομα, κι από «Ξέρω - τουλάχιστον - πού - παν - τα - τέσσερα», ονομάστηκε «Δεν - ξέρω - καν - που - παν - τα - τέσσερα».

Και έζησαν οι κακοί καλά (ιδού η ειρωνεία), οι καλοί πιο δυνατά και ο μονόφθαλμος έζησε ψάχνοντας το κεφαλαίο του μέσα σε μια θάλασσα από λάθη.

* Οι άνθρωποι έγραφαν ανέκαθεν παραμύθια για να ξεφύγουν μες τη φαντασία τους. Εγώ θα ήθελα να γράψω για να ξεφύγω από την πραγματικότητα που μου επιβάλλεται.
15/9/10 3 σκέψεις

Αντε και παρακμηθείτε.

Είναι τόσο δύσκολο να οργανώσω τις σκέψεις.

Είναι τόσο δύσκολο να τις αποτυπώσω.

Είναι τόσο δύσκολα όταν για κάποιους άλλους είναι όλα τόσο εύκολα.

Πονάει όταν παρακολουθείς τον κόσμο σου να γκρεμίζεται.

Βιάζομαι. Βι ά ζο μαι.

Πονάει να είσαι άθελά σου κομμάτι μιας παρακμής.

Αντε και παρακμηθείτε.
0 σκέψεις
Είναι πικρό να πίνεις τα δάκρυά σου.



14/9/10 0 σκέψεις

Κοίτα. Αυτοί.


 «Κοίτα εγώ/ αν μου επιτρέπεις/ δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις/ κι είναι φορές που αναρωτιέμαι/ πώς καταφέρνω και κρατιέμαι». Το λεωφορείο στρίβει δεξιά. Στο φανάρι του Βαρδάρη, ένας άντρας περιμένει τη σειρά του, να ανάψει ένας πράσινος κύκλος για να διατρέξει τη δική του ευθεία. Τα πόδια του τον κρατούν μετά βίας. Είναι και τα δυο τους δύσμορφα και αδύναμα, σχεδόν ατροφικά. Είναι σαν να τον βαστά όρθιο ένα αόρατο, προσωπικό του στήριγμα. Το φανάρι ανάβει πράσινο, ο άντρας περνά και έπειτα στέκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο για ώρα. Περιμένει να δει αναμμένο ακόμη ένα πράσινο φως, πιο φωτεινό και ελπιδοφόρο από εκείνο του φαναριού αλλά τα χρώματα στη ζωή του έχουν πια τεθεί εκτός λειτουργίας.

«Κοίτα εγώ/ αν θες να ξέρεις/ είμαι όλα αυτά που αναφέρεις/ μόνο που κάπου κατά βάθος/ όποιος με ξέρει κάνει λάθος». Το λεωφορείο συνεχίζει την πορεία του προς τα δυτικά. Μια καμμένη από τον ήλιο φιγούρα κάθεται οκλαδόν στην άσφαλτο, ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τα μάτια του γυαλίζουν κι έχουν την λάμψη της τρέλας που δεν γιατρεύεται πια. Χαμογελά σε ανθρώπους σκυθρωπούς, πνιγμένους μέσα σε προβλήματα μικρά. Στο λαιμό του έχει περασμένες χάντρες πολύχρωμες, τις στροβιλίζει στα δάχτυλα του και δείχνει χαρούμενος σαν από παιδί. Σαν να γνωρίζει κάτι που οι άλλοι αγνοούν. Ή σαν να θυμάται κάτι που οι άλλοι επιμένουν να αφήνουν ξεχασμένο.

«Του το κρατάω αυτού του κόσμου/ που δεν μ’ ανήκει ο εαυτός μου/ γι’ αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω/ είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω». Δυτικά και πάλι, στην γκρίζα πλευρά της πόλης. Εξω από το ψυχιατρείο, ζωές εξαρτημένες από τον θάνατο προσποιούνται την απεξάρτησή τους. Συζητούν μεταξύ τους αποστεωμένα και καπνίζουν. Φωνάζουν, βρίζουν κι άλλες πάλι φορές ηρεμούν ανησυχητικά. Κάπου εκεί, σε παύσεις, σε σκέψεις που για δευτερόλεπτα χωρούν στο μυαλό τους, αφήνουν το θυμό στην άκρη και παλεύουν να πάρουν πίσω αυτό που έχασαν. Τον εαυτό τους στα για λίγο αποφασισμένα χέρια τους.
7/9/10 2 σκέψεις

Πυγολαμπίδες σε τσιμεντένια κουτιά



Είναι κάτι νύχτες που τα φώτα στα δωμάτια παραμένουν ανοιχτά μέχρι αργά. Περπατώντας στους άδειους δρόμους, τα μάτια στρέφονται εκεί. Σε σαλόνια, κουζίνες και υπνοδωμάτια που δεν κοιμούνται και μοιάζουν με τσιμεντένια κουτιά που κατάπιαν πυγολαμπίδες μέσα στο σκοτάδι. Και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μαντέψεις, ποια από αυτά φωτίζουν επειδή το θέλουν και ποια είναι εκείνα που δεν σβήνουν γιατί κάτι βαρύ τα κυνηγά και δεν τους το επιτρέπει.

Θυμάμαι πάντοτε τα λόγια της μητέρας μου και την παλάμη της να σχηματίζει τετράγωνα και νουθεσίες στον αέρα. «Να μην είσαι αδιάκριτη, να μην κοιτάζεις τι κάνει ο άλλος μέσα στο σπίτι του, ακόμα κι όταν ο ίδιος δεν ξέρει ότι τον παρατηρείς». Αλλά οι πυγολαμπίδες στα κουτιά δεν ησυχάζουν και οι μητρικές συμβουλές δεν γίνονται τελικά ποτέ πράξη.

Δεν είναι ότι καταλαμβάνεσαι από κάποιο είδος μανιώδους περιέργειας και γι' αυτό το βλέμμα σου γίνεται όλο και πιο ερευνητικό. Είναι ότι προσπαθείς στον αέρα της πόλης, μέσα στη νύχτα της, να ανιχνεύσεις τα συναισθήματα και τις καταστάσεις που κρύβονται στα κουτιά και τα κάνουν να συμβιώνουν με τις πυγολαμπίδες τους. Είναι μια μορφή παράξενης και σιωπηρής κοινωνικοποίησης που σε τροφοδοτεί με δύναμη να αντέξεις το φως, όχι της πυγολαμπίδας που κατάπιες, αλλά της επόμενης ημέρας που έρχεται χωρίς τη δική σου συναίνεση.

Κι είναι που και τα κουτιά είναι μια επικίνδυνη λέξη, είτε τα πνίγει το φως είτε το σκοτάδι. Ενα αγαπημένο πρόσωπο συμβουλεύει τα πρόσωπα που αγαπά να δραπετεύσουν από τα κουτιά, στα οποία έχουν αιχμαλωτίσει τους εαυτούς τους. Γιατί τα κουτιά δηλώνουν εγκλεισμό ψυχής και λανθασμένα στοιχειοθετημένες προτεραιότητες. Κι οι κουζίνες με τα ανοιχτά φώτα τα μεσάνυχτα εκπέμπουν αδιέξοδα που αναζητούν τις λύσεις τους σε τέσσερις τοίχους. Και τα σαλόνια που έχουν στο στομάχι τους πυγολαμπίδες λάμπουν την ώρα που θα ήθελαν να μείνουν για πάντα σκοτεινά, που θα ήθελαν να μείνουν για πάντα μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα που ψάχνουν να κοινωνικοποιηθούν δίχως λέξεις.

3/9/10 2 σκέψεις

___.



Προσπαθώ να θυμηθώ. Τι __ ξέχασε και έπαψε να __ ενώνει. Να βαφτίσω χίλιες μέρες με ένα όνομα πιο σπάνιο από οποιοδήποτε άλλο. Οι εικόνες __ ξεθώριασαν, τις βαραίνει ένα πέπλο μαύρο όσο και το σκοτάδι που __ κρατάει στη γροθιά του. Μια ταινία __ θύμισε την αγκαλιά εκείνη που __ έκανε να νιώθω ασφαλής. Κι αν ήταν να βρω ένα όνομα πιο σπάνιο κι από μια σμαραγδένια ορχιδέα, θα ήταν αυτό. Η ασφάλεια της ανάσας __ στο μέτωπό __.

Τώρα, κανείς. Το τώρα και ο κανένας, και τα δυο τους τόσο μη αναστρέψιμα. Μόνο εγώ, χωρίς ασφάλεια, να σφαλίζω μάτια και φύλλα καρδιάς. Σε μια σιωπή που στους τέσσερις τοίχους γίνεται πότε ανάγκη και πότε καρκίνος.

Ξέρεις τι θυμάμαι από ___; Να ανέχεσαι ___. Και από ___; Να ανέχομαι ___ και την μετάλλαξή __. Δεν είμαι ο εαυτός __ μαζί __ και δεν είμαι ο εαυτός __ χώρια __. Είμαι κι εγώ ένα ρολόι κουρδισμένο να χτυπήσει στις πενήντα, στις εξήντα μέρες. Στα δύο, στα τρία χρόνια. Θα διηγούμαι ιστορίες για τις ζωές των άλλων αφήνοντας τον δικό __ χρόνο να καταπίνεται από την αδράνεια και κάποια στιγμή, το ρολόι θα χτυπήσει. Κάθε χτύπος και τέλος χρόνου. Και τέλος κόσμου, τουλάχιστον με τη μορφή που επαναπαυόμουν να τον ξέρω.

Βρωμάει ευωδιαστά η ασφάλεια αλλά έχω ανάγκη να πλυθώ με τα δικά  μ ο υ  χέρια. 
 
;