31/1/11 4 σκέψεις

Πρωταγωνιστής στη θέση των «Πρωταγωνιστών»


Εχω προσπαθήσει να αφεθώ ώστε να με πείσει αλλά κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί μέχρι στιγμής. Ο Σταύρος Θεοδωράκης μέσα από τους «Πρωταγωνιστές» έχει καταφέρει πολλά πράγματα. Οι ανθρώπινες ιστορίες έχουν μπει στα σπίτια των ανθρώπων. Προσωπικότητες που βρίσκονται στο προσκήνιο δέχονται να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους τόσο ειλικρινά, σαν να ξεχνούν το μάτι της κάμερας που στήνεται απέναντί τους. Προσωπικότητες που βρίσκονται στο παρασκήνιο, όταν εντοπιστούν και προβληθούν από την εκπομπή, γίνονται ενδιαφέρουσες έστω και μέχρι την προβολή του επόμενου επεισοδίου. Η δημοσιογραφική έρευνα μοιάζει να ρέει φυσικά και με επίκεντρο τον άνθρωπο, γεγονός που επιστρέφει την τέχνη/τεχνική της δημοσιογραφίας στα πρώτα, αυθεντικά της χρόνια.

Ωστόσο, είναι σαν να λείπει ένα κομμάτι από αυτήν την εικόνα της τελειότητας του προϊόντος. Ο δημοσιογράφος, παρερμηνεύοντας τον τίτλο της εκπομπής του, γίνεται ο ίδιος πρωταγωνιστής στη θέση των πραγματικών πρωταγωνιστών. Η παρουσία του στην οθόνη επισκιάζει τα πρόσωπα τα οποία επιλέγει να προβάλει. Οι σκηνοθετημένοι περίπατοι, τα σκηνοθετημένα οκλαδόν τετ α τετ αφαιρούν κάτι από την αλήθεια της συνομιλίας. Και αυτό, γιατί ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι καθοδηγητικός. Τοποθετείται με τις ερωτήσεις του και δείχνει τον δρόμο στον καλεσμένο του. Είναι όμορφο να βλέπεις κουβέντες στην οθόνη και όχι συνεντεύξεις. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατό να συμβεί. Οσο χαλαρό και αν είναι το κλίμα μεταξύ των δύο, μεταξύ αυτού που θέτει τις ερωτήσεις και εκείνου που καλείται να απαντήσει, οι ρόλοι είναι πάντοτε οι ίδιοι. Ο πρώτος αναζητά πάντα την είδηση, κάποια νέα πληροφορία που θα κάνει μοναδικό το προϊόν του και ο δεύτερος ξέρει καλά μέσα του κατά πόσο και με ποιον τρόπο θέλει να εκτεθεί.

Κι από την άλλη, η εμμονή στα feature stories λειτουργεί τηλεοπτικά με τον καλύτερο τρόπο αλλά δεν προσφέρει κάτι παραπάνω στη δημοσιογραφική λειτουργία της εκπομπής. Τα πορτρέτα ξετυλίγονται ιδανικά, επικοινωνούνται σαν παραμύθια με αρχή, μέση και τέλος στο κοινό. Το κακό είναι ότι παραφορτώνονται με ηθικά διδάγματα και τελικά παραμορφώνονται. Σαφώς και μπορεί να ενδιαφέρει τον κόσμο η προσωπική ιστορία ενός μπράβου που εκτελούσε συμβόλαια ξυλοδαρμών, έκανε φυλακή και τώρα γράφει στίχους αλλά γιατί να πρέπει να «βγει» κάτι από όλο αυτό; Γιατί να πρέπει ο βαθμός μετάνοιάς του να λειτουργήσει σαν παράδειγμα; Ή το γεγονός ότι έγινε πατέρας να τον ώθησε να αφήσει μια για πάντα το παρελθόν πίσω του, να το αποκηρύξει; Γιατί τηλεόραση χωρίς επίκληση στο συναίσθημα του μέσου θεατή δεν υπάρχει. Και ίσως εκεί οφείλεται και η επιτυχία του «πρωταγωνιστή» των «Πρωταγωνιστών»: στο καμουφλαρισμένο ριάλιτι που σερβίρεται με τη μορφή δημοσιογραφικών ντοκουμενταρίστικων εκπομπών. Και που διαχωρίζει ξαφνικά τους τηλεθεατές του από εκείνους που παρακολουθούν τα βράδια της Κυριακής «Big brother». Το ριάλιτι δεν αλλάζει περιεχόμενο, μόνο μορφή.
24/1/11 2 σκέψεις

Πανεπιστήμια θερμοκήπια




Είχα πει στον εαυτό μου να το παραβλέψει. Είχα πει να αφήσω στην άκρη την πρώτη (και ίσως τελευταία) συνέλευση της σχολής μου στην οποία συμμετείχα. Δυστυχώς, δεν μπορώ να το κάνω. Από τότε πέρασαν δυο εβδομάδες, η ίωση που κληρονόμησα στη γεμάτη από καπνό αίθουσα 4Α συνεχίζει να με ταλαιπωρεί και ο πόνος στο λαιμό εξακολουθεί να μου θυμίζει τον εσωτερικό πόνο που ένιωσα συνειδητοποιώντας με τον πιο μη αναστρέψιμο τρόπο μια μεγάλη αλήθεια: τα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι σαν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Πρώτος τον λόγο πήρε ο εκπρόσωπος της Πασπ, κρατώντας στο ένα χέρι το μικρόφωνο και στο άλλο το τσιγάρο (έχει συνδεθεί για κάποιον λόγο με την πολιτική βούληση;). Φρόντισε να μας ενημερώσει ότι «κάτι πρέπει να κάνουμε με το ζήτημα του φωτοτυπικού στον 2ο όροφο» και έδωσε το λόγο σε μία μικροκαμωμένη θηλυκή φιγούρα με αστραφτερά μάτια, δηλητηριασμένα από την κατ’ εξακολούθηση πλύση εγκεφάλου κάποιου αριστερού κόμματος. Εκείνη με τη σειρά της είπε, φωνάζοντας επιτιθέμενη στους «εχθρούς» της (βλ. φοιτητές που δε συμφωνούν μαζί της)  και στο υπερπέραν (γιατί έτσι της αρέσει): «Ο εκπρόσωπος της ΠΑΣΠ ξέρει μόνο να λασπολογεί. Γιατί δεν κάνει λόγο για τη συμμαχία του Καμίνη με το φασισταριό του ΛΑΟΣ που μαζί καίνε μετανάστες στην Αθήνα;».

Την ώρα που προσπαθούσε να ενώσει ασύνδετες μεταξύ τους φράσεις, τα πενήντα με εξήντα άτομα που βρίσκονταν στην αίθουσα δεν της έδιναν καμία σημασία. Η φλέβα στο μέτωπό της πεταγόταν απειλητικά και μια παρέα πίσω μου συζητούσε για το βραδινό ματς. Συνέχιζε όμως, έλεγε, κι έλεγε, χωρίς να παίρνει ανάσα. Κάποια στιγμή σταμάτησε όπως σταματούν όλα τα μεγάλα λόγια. Περιμένοντας να ξαναρχίσουν και αδιαφορώντας για το αν θα πείσουν. Αρκεί να γίνει η δουλειά τους.

Στη συγκεκριμένη συνέλευση, υπήρχαν φοιτητές που δεν ανήκουν σε καμία φοιτητική – κομματική παράταξη. Και καθώς η καθαρή τους κρίση επιτάσσει, άρχισαν τις ερωτήσεις. «Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα θέματα της σχολής;», «κάθε φορά που ερχόμαστε σας ακούμε να μαλώνετε μεταξύ σας. Πότε θα σταματήσει αυτό;», «έχετε σκεφτεί ότι διώχνετε τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο;» και άλλα τέτοια υγιή σχόλια. Όχι. Οι εκπρόσωποι των παρατάξεων δήλωναν χαρούμενοι με την μεγάλη προσέλευση φοιτητών στη συνέλευση, πώς θα μπορούσαν να θέλουν, έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, να διώξουν τον κόσμο;

Κι όμως. Αυτό ήθελαν. Δήλωναν χαρούμενοι αλλά έδειχναν ενοχλημένοι. Αλλιώς είχαν συνηθίσει τόσα χρόνια να τα βγάζουν πέρα. Μάλωναν μεταξύ τους αλλά το απολάμβαναν γιατί ήταν ίδιοι. Πράσινοι, μπλε, κόκκινοι και μπασταρδεμένοι, αλλά ίδιοι. Ιδια πάστα, ίδια στρεβλή αντιμετώπιση της πραγματικότητας και των πραγματικών προβλημάτων. Τώρα είχαν μπροστά τους άτομα που εξέφραζαν άποψη και ερωτήματα, που τους έφερναν σε δύσκολη θέση.

Και τι έκαναν για αυτό; Μα τι άλλο; Επίθεση. Τον λόγο πήρε ένα παλικάρι που δεν θεώρησε αναγκαίο να μας ενημερώσει πού ανήκει και ποια συμφέροντα υπηρετεί και με δυο λόγια αποκάλεσε τους συναδέλφους του «ζώα χωρίς πολιτική βούληση». Μάλιστα, τους προέτρεψε, μας προέτρεψε είτε να πέσουμε από το μπαλκόνι είτε να αφήσουμε κάποιον που θέλει να μας σκοτώσει, να το κάνει. (Σημ. μιλάμε για το τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, για του μελλοντικούς δημοσιογράφους και την αποστομωτική επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν).

Για να τελειώνουμε, η συνέλευση έληξε με ένα γκρουπάκι πρωτοετών να σηκώνει το χέρι και να ψηφίζει το πλαίσιο της Πασπ, γιατί έτσι τους υποχρέωσαν οι άρχοντες των εκδρομών στο Μπάνσκο να κάνουν. Ώστε αυτό θεωρείται επιτυχία μιας παράταξης στα πανεπιστήμια, χέρια που απλά σηκώνονται χωρίς να συνοδεύονται και από στόματα που μιλάνε… Πανεπιστήμια ως φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι γνώσεις που προσφέρονται χτυπούν πάνω σε μυαλά που επιτρέπουν σε κόμματα να τα πολτοποιούν και να νεκρώνουν και μετά επιστρέφουν πίσω στο πουθενά. Αποτέλεσμα: η αύξηση των υποστάσεων με δήθεν πολιτική βούληση, που στην ουσία είναι κομματική δουλοπρέπεια. Ενας φαύλος κύκλος που κάποτε πρέπει να σταματήσει και θα σταματήσει. Και ας μην έχει αυτό το τελευταίο «θα» καμία σχέση με εκείνα που ακούγονται στα πάνελ από τα χείλη των πολιτικών.

16/1/11 2 σκέψεις

Μέση.


«Θα γνωρίσεις χρυσές στιγμές.

Θα γνωρίσεις αποτυχίες.

Να θυμάσαι ότι δεν είσαι τίποτε από τα δύο.

Είσαι κάπου στη μέση».
5/1/11 6 σκέψεις

Απευθείας στα σωθικά


Για ένα σπίτι 80 τετραγωνικών, ένα νοίκι 240 ευρώ. Εχει να το πληρώσει από τον Αύγουστο κι είναι πια Γενάρης του νέου χρόνου. Σε όλη του τη ζωή δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά τυπικός. Μέχρι την ώρα που έχασε το γιο του. Τον βρήκαν με μια βελόνα στο χέρι σε ένα παλιό εργοστάσιο με χρώματα, την ώρα που όλοι πίστευαν πως είχε πια ξεφύγει.

Η γυναίκα του δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά μάνα. Η γυναίκα του συνεχίζει να είναι μάνα ενός χαμένου παιδιού. Δεν έχει συνέλθει αυτά τα δέκα χρόνια. Δεν την έχω ξαναδεί στον δρόμο, κανείς δεν τη βλέπει. Βγαίνει μονάχα για να πάει στο χωριό, στο μνήμα του. Να του αλλάξει τα λουλούδια και να του μιλήσει.

Εκανε έξι μήνες για να μαζέψει τα λεφτά που χρειάζονται για να ξεχρεώσει έναν μήνα. Περπάτησε μέσα στη νύχτα και πήγε να τα παραδώσει. Το έκανε κλαίγοντας. Με τον λυγμό της ντροπής που είναι καταδικασμένος να κουβαλά κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος σε μια αναξιοπρεπή κοινωνία. Ψέλλισε κάτι που κανείς δεν κατάλαβε. Ισως ήταν «συγνώμη». Ισως «δεν έχω άλλον τρόπο».

Εφυγε. Εκλεισε πίσω του διακριτικά την πόρτα κι έφυγε. Όπως διακριτικά χειρίζεται τον πόνο, την ανέχειά του, την ανάμνηση του νεκρού του γιου και τη ζωντανή – νεκρή γυναίκα του. Ζωή και βήματα βουτηγμένα στην διακριτικότητα και ποτέ επιβραβευμένα από κανέναν.

Η Π. μου λέει να σταματήσω να είμαι απολιτίκ, να πιστέψω στις ιδεολογίες. Για παράδειγμα, μία από αυτές είναι ο σοσιαλισμός, μία ο κομμουνισμός και πάει λέγοντας. Δεν μπορώ να πιστέψω σε τίποτα όταν έστω και ένας άνθρωπος κλαίει για 240 ευρώ σε κάτι βρώμικα σκαλιά. Πιο σωστά, δεν μπορώ να πιστέψω κανέναν. Θα είναι σαν να προδίδω αυτά τα αδίκως ριγμένα δάκρυα και αυτό είναι το μόνο πράγμα που δεν θέλω να κάνω.

Είναι αυτό που μου ‘λεγε ένας καθηγητής μου όταν ήμουν δεκάξι και δεν έλεγα τότε να το καταλάβω. «Δεν μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι όταν έστω και ένας άνθρωπος στον κόσμο πεινάει». Ή ακόμα χειρότερα, όταν ένας άνθρωπος πονάει. Κι όχι στον κόσμο, δίπλα μας. Κι όταν αυτοί που είναι εκλεγμένοι στο όνομα των ιδεολογιών δεν πεινάνε και δεν συμμερίζονται κανέναν πόνο, εγώ το μόνο που έχω να κάνω είναι να πιστεύω μόνο σε δυο χέρια που παλεύουν έξι μήνες να μαζέψουν διακόσια ευρώ. Χωρίς φόβο και με πολύ πάθος.
4/1/11 1 σκέψεις

2156 μ.Χ



Καθηλωμένος στο κάθισμα του οδηγού, άναψε τσιγάρο. Ηταν η τρίτη φορά μέσα στον ίδιο χρόνο που το κάπνισμα είχε απαγορευτεί καθολικά, αλλά ο Μ. ήξερε καλά ότι δεν θα έβρισκε κανένα πρόστιμο στον δρόμο του. Κολλημένος για είκοσι τρία λεπτά σε διακόσια μέτρα της Εγνατίας, αναθεμάτισε την φωτεινή πινακίδα που έβλεπε απέναντί του. «Προσοχή: εκτελούνται έργα». Θυμήθηκε ένα ντοκιμαντέρ που είδε το προηγούμενο βράδυ για τα 150 χρόνια εργασιών του Μετρό και τις πιθανές ημερομηνίες ολοκλήρωσής του και συννεφιασμένος, άνοιξε το ραδιόφωνο. Συντονίστηκε στον πιο δημοφιλή σταθμό της πόλης κι άκουσε για μία ακόμη φορά τον λαϊκιστή αρχι – δημοσιογράφο να βάζει τις φωνές σε δυο ακροατές που συγχυσμένοι, μπέρδευαν τα λόγια τους, αφήνοντας να ξεχωρίζουν μόνο δυο λέξεις. Πασόκ και Νέα Δημοκρατία.

Πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο πεζοδρόμιο και βγήκε. Ανέπνευσε υγρασία, καυσαέριο και μοναξιά. Σε λίγες ώρες το έτος 2155 θα έδινε τη σειρά του στο 2156 και εκείνος πήγαινε στη δουλειά. Δεν είχε σημασία που στο γραφείο του δεν είχαν απομείνει άλλες μύγες να σκοτώσει. Εκείνος έτρεχε να χωθεί στο βρώμικο μωσαϊκό ενός δώματος. Μόνος του με τις ώρες. Τις ικέτευε να περάσουν για να επιστρέψει στο αυτοκίνητό του. Να βάλει μπρος και να γυρίσει σπίτι. Να κοιμηθεί και να ξυπνήσει. Να μπει στο αυτοκίνητό του. Να βάλει μπρος και να φτάσει στη δουλειά. Και να τις ξανασυναντήσει…

Η καφετιέρα σφύριζε. Ο καφές έπεφτε καυτός στο ανάπηρο φλιτζάνι. Λίγο πριν πει μια γουλιά και ζεστάνει τα σωθικά του, έφερε στο νου του όσους ονειρεύονταν το παρόν του, δυο αιώνες πριν, με χρονομηχανές και ιπτάμενες πολυθρόνες. Ο εγκέφαλός του έδωσε εντολή να χαμογελάσει αλλά τα χείλη του δεν ακολούθησαν.

Αυτό δεν είχαν προβλέψει οι άνθρωποι πριν από εκείνον. Καμιά τεχνολογική επανάσταση. Καμιά ζωή με ένα πάτημα κουμπιού. Η μόνη αλλαγή του 2155 μ.Χ ήταν τα νεκρά χαμόγελα. Τα απόντα χαμόγελα. Η επιθυμία να τα έχεις αλλά η αδυναμία να τα σχηματίσεις.

Κανείς δεν το είχε ποτέ σκεφτεί κι όμως, συνέβαινε στην εποχή του. Πονούσε που το ζούσε. Δεν ζούσε. Το δάκρυ του ξύπνησε τον καφέ του. Του χάρισε πολλούς και ομόκεντρους κύκλους. Μούδιασε γλυκά όταν ένιωσε ότι ακόμη από μέσα του μπορεί να αναβλύζει κάτι. Εστω κι ένα δάκρυ. Κουβαλούσε συναίσθημα.

10. 9. 8. 7. 6. 5. 4. 3. 2. 1…

«Χαρούμενο το 2156». Εστω και χωρίς χαμόγελα. Μόνο με δάκρυα. Αρκεί μέσα τους να ταξιδεύει όση ευτυχία δεν μπόρεσε ποτέ να χωρέσει σε στόματα ανοιχτά, σε κρότους γέλια.
3/1/11 0 σκέψεις

Αφυπνισμένος ο νέος χρόνος

Υπάρχει το χθες...

Διονύσης Τσακνής: «Για εκείνους που ισχυρίζονται πως οι ιδεολογίες έχουν τελειώσει, ο κ. Τσακνής σημειώνει ότι απλά βολεύονται με αυτήν την άποψη. ''Προφανώς αυτό δεν ισχύει. Απλώς κάποιους τους βολεύει αυτή η άποψη για ευνόητους λόγους. Στο βαθμό που υπάρχει η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει και η ιδεολογία της εργατικής τάξης. Οποιοι διακηρύσσουν ότι έχουν τελειώσει οι ιδεολογίες ουσιαστικά επιδιώκουν να μην υπάρχει η ιδεολογία της εργατικής τάξης. Δε θα τους κάνουμε λοιπόν αυτήν τη χάρη'', λέει. »

και υπάρχει και το αύριο.

Αν είχατε το φωτόσπαθο, τι θα κάνατε;

Βασίλης Μαυρογεωργίου: « Θα ’θελα πάρα πολύ να βομβαρδίσω τη Βουλή. Μου φάνηκε απίστευτο που ακόμα κι όταν κάηκαν οι άνθρωποι στη Marfin στη Βουλή έγινε το γνωστό πολιτικό παιχνίδι ''ψάχνουμε πώς να χειριστούμε ένα γεγονός''. Το Κοινοβούλιο είναι ένας άλλος κυβερνοχώρος και οι πολιτικοί δεν πατούν πολύ καλά στα πόδια τους, ούτε βλέπουν τι συμβαίνει γύρω τους. Κάθε γεγονός μεταφράζεται σε πολιτικό όφελος. Δηλαδή σκοτώνονται δέκα άνθρωποι; Σκέφτονται ποιος θα πάρει ψήφους απ’ αυτό. Απολύονται 1.000 άτομα; Σκέφτονται χαιρέκακα σε ποιον θα πέσει η πολιτική ευθύνη. Η πυροσβεστική σβήνει γρήγορα τη φωτιά; Σκέφτονται ότι η κυβέρνηση θα εξασφαλίσει ψήφους».
 
;