29/12/12 0 σκέψεις

Γράψε, γράψε. Δε θα το βρεις.


«Μια φορά άκουσα μια Αφροαμερικάνα συγγραφέα να λέει πως από μικρή ένιωθε ξένη μέσα στην οικογένεια και στο χωριό της, και είχε προσθέσει πως αυτό το νιώθουν σχεδόν όλοι οι συγγραφείς, ακόμα κι αν δεν φύγουν ποτέ από τη γενέθλια πόλη τους. Είναι μια κατάσταση συμφυής μ' αυτό το επάγγελμα, βεβαίωνε.

Χωρίς την αγωνία να νιώθει κανείς διαφορετικός, 
δεν θα υπήρχε και η ανάγκη να γράφει

Η συγγραφή, τελικά, είναι μια απόπειρα να κατανοήσει κανείς τις ίδιες τις περιστάσεις της ζωής του και να ξεκαθαρίσει τη σύγχυση της ύπαρξής του, ανησυχίες που δεν βασανίζουν τους κανονικούς ανθρώπους, αλλά μόνο τους αιώνια αντικομφορμιστές, που πολλοί από αυτούς καταλήγουν να γίνουν συγγραφείς, αφού έχουν αποτύχει σε άλλες δουλειές». 

Ιζαμπέλ Αλιέντε, «Η ονειρεμένη πατρίδα μου»
15/12/12 0 σκέψεις

Άν... (2012)


*της Κικής Μουστακίδου


Με μια θαρραλέα απόφαση, σχεδόν στα όρια της πολιτικής πράξης, αρνούμαι να επιτρέψω στη γυναικεία φύση μου να εντυπωσιαστεί από τις εξιδανικευμένες κινηματογραφικές εικόνες του Χριστόφορου Παπακαλιάτη και το παρόν κείμενο είναι η απόδειξη. Το «Αν…» είναι μια ταινία που αφηγείται δύο διαφορετικά ενδεχόμενα, όπως θα προέκυπταν από δύο διαφορετικές, στιγμιαίες επιλογές. Τι θα γινόταν αν η Χριστίνα έμπαινε νωρίτερα στη ζωή του Δημήτρη και τι θα συνέβαινε αν η γνωριμία τους καθυστερούσε μερικά χρόνια. 

Ο δημοφιλής σκηνοθέτης και σεναριογράφος επιχείρησε να συνθέσει μια ερωτική ιστορία με φόντο την Αθήνα της κρίσης και με τα κοινωνικοοικονομικά αδιέξοδα να δρουν καταλυτικά στην πλοκή. Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε. Το μεγάλο ζήτημα της ανεργίας για παράδειγμα, που φέρεται να απασχολεί το νεαρό ζευγάρι, προσεγγίζεται επιφανειακά μέσα από τους στιλιζαρισμένους διαλόγους και καταντά άλλοθι καλλιτεχνικής συμβατότητας με την πραγματικότητα. Επίσης, το δέσιμο των δύο ηθοποιών δεν επιτυγχάνεται ποτέ επί της ουσίας, με την Μαρίνα Καλογήρου να ασφυκτιά μέσα στις λέξεις που έγραψε για αυτήν η εμπορική πένα του συμπρωταγωνιστή της. 

Ευχάριστες στιγμές προσφέρει στην ταινία το δίδυμο Μάρω Κοντού – Γιώργος Κωνσταντίνου, που ως Ελενίτσα και Αντωνάκης που μεγάλωσαν μέσα στα χρόνια και παραμένουν ακόμα μαζί, αποκτούν ρόλο αφηγητή και χαρίζουν στην αίθουσα λίγη από τη γλύκα του παρελθόντος. Γενικότερα, η ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη μοιάζει να έχει γυριστεί ως ένα γλυκανάλατο σύννεφο με μια επίφαση κρίσης. Δυο ώρες εξωραϊσμένης πλευράς των πάντων μπορεί να κόβουν χιλιάδες εισιτήρια αλλά δε φέρνουν την κινηματογραφική άνοιξη στην πρώτη προσπάθεια του σκηνοθέτη να ασχοληθεί με τη μεγάλη οθόνη. 

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Φιλμ Νουάρ», 13.12.2012
30/11/12 0 σκέψεις

Αθήνα. Μια συρραφή.



Πρώτη έρχεται στο μυαλό μου η λέξη «ισορροπία». Να μάθω να ισορροπώ στις τεντωμένες από νεύρο κι απελπισία φλέβες μου, να μπορέσω να προχωρήσω λίγο παρακάτω. Από το κενό, λιγάκι παρακάτω.

Άνθρωποι τυλίγονται με κουβέρτες και κοιμούνται σε πολυσύχναστους δρόμους γύρω από την πλατεία Συντάγματος. Κοντά σε μπαράκια που υποθέτω πως σερβίρουν ζωή που συνεχίζεται.
Πώς;

Αστυνομία παντού. Χρήματα του δημοσίου που καβαλικεύουν τα δίκυκλα και επιτηρούν τις ύποπτες φάτσες. Το κοινωνικό κράτος απουσιάζει. Εκείνος ο Άγιος της Coca Cola με την κόκκινη στολή και τα άσπρα γένια θα μπορούσε να φέρει μια κρατική υπηρεσία που θα πλησιάζει κάθε άστεγο, θα ακούει με προσοχή την ιστορία της ζωής του και θα προσπαθεί να αξιοποιήσει την παραμικρή του ικανότητα.

 Όχι. Η Αγία Τρικομματική Κυβέρνηση λέει όχι.

Προσπαθώντας να ισορροπήσω, φωτογράφισα τους διψασμένους για αλλαγή τοίχους. Λυτρωτική διαδικασία. Εκείνος ο ιστορικός του μέλλοντος, που όλοι τον περιμένουμε να μελετήσει τα αδιέξοδα, θα έχει πολλά γραμμένα κλάματα να χρησιμοποιήσει στην έρευνά του.

«Ποιος φόβος κλαίει κι είν’ έτσι γλιστερό ό, τι αλλάζει;» Κ.Δ

3/11/12 0 σκέψεις

Σκότωσέ τους γλυκά (2012)



*της Κικής Μουστακίδου 

Με μια αρχική σκηνή που θα μπορούσε να είναι φινάλε και το αντίστροφο, η τρίτη ταινία του Άντριου Ντόμινικ προσφέρει δυνατές στιγμές που δυσκολεύονται να «δέσουν» σε ένα τελικό, εξίσου δυνατό σύνολο. Ξεκάθαρα πολιτικό και αλληγορικό, το φιλμ που διαγωνίστηκε για τον «Χρυσό Φοίνικα» στο Φεστιβάλ των Καννών, φέρνει σε αντιπαραβολή την αμερικανική οικονομία που βρίσκεται υπό κατάρρευση  με τη δράση του υποκόσμου που εξακολουθεί να απολαμβάνει τη δική της άνθηση, μέσα σε ένα καθεστώς επικράτησης του μεγάλου ψαριού και πίστης στο χρήμα.

Ο Τζάκι Κόγκαν (Μπραντ Πιτ) είναι ένας επαγγελματίας μπράβος που αναλαμβάνει να εντοπίσει και να σκοτώσει τους δράστες που λήστεψαν ένα παιχνίδι πόκερ, το οποίο διεξαγόταν υπό την προστασία της Μαφίας. Αυτή είναι με μια φράση η σύνοψη της ταινίας που θα βάδιζε στα βαρετά χνάρια του άφθονου αίματος αν δεν συνοδευόταν από αποσπάσματα προεκλογικών ομιλιών του Ομπάμα. Εύστοχη επιλογή ως σχόλιο επάνω στο αμερικανικό όνειρο που έχει πια πεθάνει αλλά εξυπηρετεί να μοιάζει ζωντανό, την ίδια στιγμή που ένας πληρωμένος δολοφόνος συνηθίζει να κάνει ό, τι και οι κυβερνήσεις της χώρας του: να σκοτώνει γλυκά. Το casting της ταινίας είναι εξαιρετικό, όπως και η φωτογραφία της, συλλαμβάνοντας με ειλικρίνεια τα κάδρα της εξαθλίωσης ενός κράτους που αρέσκεται να είναι γνωστό για τα φώτα και τη λάμψη του.  Ωστόσο, πέφτει στην παγίδα της «κοιλιάς» περίπου στη μέση της διάρκειάς της, κατά την έλευση ενός βοηθού εκτελεστή και από εκεί και έπειτα, το μόνο αξιομνημόνευτο είναι η τελευταία ατάκα του Μπραντ Πιτ: «Η Αμερική δεν είναι χώρα, είναι μπίζνες».  

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Φιλμ Νουάρ», 01.11.2012
27/10/12 0 σκέψεις

Η βία στις 2.45



«Με χτύπησε στις 2.45». Έφερα τα δάχτυλά μου στο κεφάλι. Χώρισα τα μαλλιά σε δυο μαύρα ποτάμια, το ένα να ακουμπά το δεξιό μου ώμο, το άλλο τον αριστερό. Τα ένωσα σε ένα χείμαρρο κάτω από το λαιμό μου. Στενός φιόγκος από σκληρές τρίχες. Σήκωσα το ακουστικό. Τηλεφώνησα στους όλους μου. Κανείς δεν είχε να μου πει μια ευχάριστη ιστορία. Έκοψα το καλώδιο και έμεινα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Με το ένα χέρι χτένιζα τα μαύρα ποτάμια και με το άλλο πάσχιζα να πιάσω το είδωλο του ματιού μου στο βρεγμένο τζάμι. Δεν μπόρεσα. Μόνο χτυπούσα τα νύχια μου στη λεία επιφάνεια κι ακουγόταν ένας θόρυβος σαν φρένο της τελευταίας στιγμής.

«Συνέχισε να με χτυπά δίχως έλεος». Κοίταξα κάτω στο δρόμο. Είδα στρατιώτες να προστατεύουν ένα πτώμα από την ίδια του τη σήψη. Ένιωθαν περηφάνια, έκαναν το καθήκον τους. Ήθελα να φωνάξω, να τους πω ότι αν δεν το αφήσουν να βρωμίσει, δε θα καταλάβουν ποτέ πόσο σάπιο γεννήθηκε. Φοβήθηκα. Η πραγματικότητα εξακολουθούσε να μου ρίχνει τσιμπιές στο μυαλό κι εκείνοι ήταν υπνωτισμένοι από μια φαντασίωση που τους χάιδευε το μάγουλο και τον κώλο.

«Θα με χτυπά για πάντα, αν δεν τον/την/το σταματήσω». Άνοιξα το παράθυρο. Στάθηκα στο χείλος της τρύπας που ‘χα για μπαλκόνι. Περίμενα να ευθυγραμμιστεί το άνοιγμα του σώματός μου με την υπόσταση του πτώματος. Πήδηξα. Το διέλυσα, διαλύθηκα κι εγώ μαζί του.

Ήρθε η σήψη και για τους δυο μας.

Μάντεψε ποια αποσύνθεση βρώμισε λιγότερο.

*Κείμενο με αφορμή την παράσταση «Με χτύπησε στις 2.45», που παρουσιάστηκε από την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» στο δημοτικό θέατρο «'Ανετον», στο πλαίσιο των 47ων Δημητρίων (23 - 25 Οκτωβρίου 2012). Ένα έργο επικεντρωμένο στην κακοποίηση των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία, που εγείρει συζητήσεις για κάθε μορφή βίας. Ακόμη και από εκείνη που προέρχεται από τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας προσώπων που κανένα ρόλο δεν έχουν πια στο κάδρο της Θεσσαλονίκης του 2012.

21/10/12 0 σκέψεις

Chinese take - away / Η αγελάδα που έπεσε από τον ουρανό (2012)



*της Κικής Μουστακίδου

Αυτό το αργεντίνικο χάρμα οφθαλμών με τον μακρόσυρτο τίτλο είναι μια ταινία που προσφέρει γέλιο, συγκίνηση και έναν υπόγειο προβληματισμό για την ίδια τη ζωή σε γενναίες και κυρίως, ανόθευτες δόσεις. Στη μεγάλη οθόνη ζωντανεύει η ιστορία του Ρομπέρτο (Ρικάρντο Ντάριν), ενός μοναχικού και γκρινιάρη εργένη, του οποίου η ρουτίνα διαταράσσεται όταν μπαίνει στη ζωή του τυχαία ο Τζουν (Ιγκνάσιο Χουάνγκ), ένας Κινέζος που δε γνωρίζει ούτε μια λέξη στα ισπανικά. Το παράξενο ζευγάρι, που δυσκολεύεται να συμβιώσει αρμονικά, έχει μονάχα ένα κοινό σημείο και το μαθαίνει στο τέλος της ολιγοήμερης περιπέτειάς του: ο ένας συλλέγει περίεργες ειδήσεις που έχουν τραγική κατάληξη, κι ο άλλος έχει υπάρξει πρωταγωνιστής σε μία από αυτές.

Η ταινία βλέπεται ευχάριστα και συνδυάζει το διαρκές μειδίαμα με σχόλια επάνω στη μοναξιά, το παράλογο νόημα της ζωής και την ίδια την αγάπη, που κυλά σε λανθάνουσα μορφή σε κάθε ανθρώπινη φλέβα κι ενεργοποιείται και στις πιο αναπάντεχες σχέσεις. Οι δύο πρωταγωνιστές έχουν εξαιρετική χημεία μεταξύ τους και απογειώνουν τις σκηνές με τις συνεννοήσεις τους στη γλώσσα του σώματος και της συνήθειας. Επίσης, είναι ένα έργο που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, πράγμα που επιτείνει τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη του κινηματογράφου μέσα από ανορθόδοξα μονοπάτια. Ταυτόχρονα, η ταινία προβάλλεται στη χώρα μας την πλέον κατάλληλη περίοδο, με το μεταναστευτικό ζήτημα να θεωρείται από πολλούς μια αγελάδα που έπεσε από τον ουρανό και την αργεντίνικη παραγωγή να δηλώνει ευθαρσώς πως «όλα γίνονται για κάποιο λόγο», ακόμα και όταν συναντιέται ένας Ισπανόφωνος με έναν Κινέζο εντελώς ξαφνικά.  

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Φιλμ Νουάρ», 18.10.2012
9/10/12 0 σκέψεις

Cosmopolis (2012)



Είναι μερικές ταινίες που, όσο και να θέλεις να τις υποστηρίξεις επειδή ακουμπούν σε σύγχρονους προβληματισμούς, δεν σου επιτρέπουν να το κάνεις. Το φιλμ του Κρόνενμπεργκ ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, πράγμα πολύ λυπηρό για μια προσπάθεια που μοιάζει εναρμονισμένη χρονικά με την εποχή της αλλά ταυτόχρονα, απέχει από τη σωστή εφαρμογή της τέχνης που υπηρετεί. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η ταινία φέρνει στην επιφάνεια την παρακμή του καπιταλισμού, όπως αυτή συντελείται σήμερα, δίχως όμως να ακολουθεί μια ολοκληρωμένη νοηματική διαδρομή ώστε να την αναδείξει στο έπακρο.

Ο φακός ορίζει ως πρωταγωνιστή τον Έρικ Πάρκερ (Ρόμπερτ Πάτινσον), έναν νεαρό δισεκατομμυριούχο, ο οποίος στο δρόμο για το τακτικό ραντεβού του στο κουρείο, έρχεται αντιμέτωπος με την κατάρρευση της οικονομικής παντοδυναμίας του καθώς και με μια πρωτοφανή κοινωνική έκρηξη. Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης εκτυλίσσεται στη θωρακισμένη λιμουζίνα του αντί – ήρωα με απουσία εξωτερικών ήχων, ατμόσφαιρα που συμβολίζει ιδανικά τον εξατομικευμένο χαρακτήρα του κεφαλαίου.

Ωστόσο, ο σκηνοθέτης δείχνει να εντυπωσιάζεται από τις κοινωνικοοικονομικές αναγνώσεις που τοποθετεί ως φράσεις στα χείλη των ηθοποιών του (η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ντον Ντελίλο) και έτσι, επιχειρώντας να μιλήσει για τα πάντα, μονάχα ψιθυρίζει για αυτά. Πολύ κακή είναι και η επιλογή του Ρόμπερτ Πάτινσον σε έναν τόσο απαιτητικό ρόλο, με τον χλωμό, μονίμως ανέκφραστο αγαπημένο των εφήβων να δίνει ρεσιτάλ αδιάφορης ερμηνείας. Γενικότερα, το «Cosmopolis» θα σου γεννήσει την επιθυμία να γνωρίσεις περισσότερο τον συγγραφέα του παρά τον σκηνοθέτη του και να συγκρατήσεις τσιτάτα όπως το παρακάτω: «Ο χρόνος είναι πια ένα εταιρικό περιουσιακό στοιχείο».    

*Η φωτογραφία δεν επιλέχθηκε τυχαία..                                                                   

7/10/12 0 σκέψεις

Ρήτρα αντικατάστασης.



«Από μακριά χαμηλώνει τη λάμπα 
μετακινεί τις καρέκλες 
χωρίς να τις αγγίζει
κουράζεται 
βγάζει το καπέλο του και αερίζεται
ύστερα με μια κίνηση συρτή 
βγάζει τρία τραπουλόχαρτα δίπλα απ' τ' αυτί του
διαλύει ένα πράσινο παυσίπονο αστέρι σ' ένα ποτήρι νερό 
αναδεύοντάς το μ' ένα ασημένιο κουταλάκι
πίνει το νερό και το κουτάλι
γίνεται διάφανος
φαίνεται μες στο στήθος του να πλέει ένα χρυσόψαρο
ύστερα γέρνει κατάκοπος στον καναπέ και κλείνει τα μάτια του·
«Έχω ένα πουλί μες στο κεφάλι μου», λέει,
«δεν μπορώ να το βγάλω».

Οι σκιές δυο μεγάλων φτερών γεμίζουν το δωμάτιο».

Γ. Ρίτσος
Σχεδόν ταχυδακτυλουργός
«Μαρτυρίες» (1963)

30/9/12 0 σκέψεις

Take this waltz (2012)


της Κικής Μουστακίδου*


Όταν μια γυναίκα σκηνοθετεί μια ταινία για την ίδια τη γυναικεία φύση, τα θηλυκά μάτια ταυτίζονται και τα αρσενικά πασχίζουν (και πάλι) να την καταλάβουν. Η Καναδή Σάρα Πόλεϊ τοποθετεί στην πόλη της, το Τορόντο, τη νεαρή Μάργκο (Μισέλ Γουίλιαμς) και την άνευρη καθημερινότητά της με τον Λου (Σεθ Ρόγκεν), σύζυγό της τα τελευταία πέντε χρόνια. Όταν γνωρίζει το νέο της γείτονα, Ντάνιελ (Λουκ Κίρμπι), ξεκινά να αναπνέει την ανανέωση που προσφέρει η πλατωνική παρουσία του στη ζωή της, πάντοτε με τύψεις για τον παράνομο χαρακτήρα της συναναστροφής τους. Η τελική πορεία των πραγμάτων είναι ένα σχόλιο της δημιουργού απέναντι στους κύκλους, που είναι συναρπαστικοί στο πρώτο τους ημισφαίριο αλλά γίνονται αναπόφευκτα βαρετοί και επαναλαμβανόμενοι στο κλείσιμό τους, όπως αποδεικνύει η περιστροφική κίνηση της κάμερας σε μία από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας.

Η αισθητική του «Take this waltz», από τα χρώματα που το συνοδεύουν μέχρι το γλυκόπικρό του soundtrack, είναι σαφώς ανώτερη από την ίδια την πλοκή, που σε στιγμές μπλέκεται μέσα στα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει και στερεί τη δυναμική από τις κορυφώσεις της. Η Μισέλ Γουίλιαμς ενσαρκώνει ιδανικά τη μελαγχολική, σχεδόν καταθλιπτική Μάργκο ενώ από τους δύο άντρες, ο Λουκ Κίρμπι υποστηρίζει πιο πειστικά το ρόλο του τρίτου προσώπου, που επιλέγει να μείνει πίσω και να υποφέρει εσωτερικά λόγω της κακής χρονικής συγκυρίας. Το νόημα της ταινίας συνοψίζεται σε μια φράση της ηρωίδας, που παραφρασμένη έχει ως εξής: σε κάθε περίπτωση, είσαι εσύ και η σύγκρουσή σου με το γεγονός ότι είσαι ζωντανός. 

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Φιλμ Νουάρ», 27.09.2012
25/9/12 0 σκέψεις

Λύσσα*



Την προηγούμενη φορά που του είχε κοπεί η όρεξη, ήταν στη θεία του την Κατίνα. Στο Κατινάκι του, με τα ξανθά, μπουκλωτά μαλλιά που μύριζαν λεμόνι κι εκείνες τις εμπριμέ ποδιές που πήγαινε κι αγόραζε από κάθε ταξίδι της στην Τήνο. Εκείνη την μέρα, η θεία, που του είχε αδυναμία και τον φώναζε πάντοτε κάθε δεύτερη Κυριακή να φάνε μαζί, φορούσε την ποδιά της ανάποδα. «Μας μαζί είναι Παναγιά Η» διάβαζε εκείνος γύρω από τη μέση της και γελούσε σιγανά κάτω από τη δεξιά του φούχτα όσο εκείνη τον ρωτούσε τι είχε πάθει και του σκούνταγε τον ώμο για να δοκιμάσει τη σούπα, που ήταν νέα συνταγή και «μέχρι και αγγέλους θα κατέβαζε στο τραπέζι της». Αφού σκέφτηκε για ποιο λόγο μπορεί να θέλει κανείς να φιλοξενήσει λευκές φιγούρες με φτερά στο σπίτι του, ξερόβηξε, σοβαρεύτηκε και κατάπιε μια κουταλιά.

«Πάλι λύσσα την έκανε τη σούπα η Κυρά Κατίνα» μουρμούρισε από μέσα του κι απ’ έξω, της έδωσε ένα ζουμερό φιλί και ήπιε το νερό στην υγειά της, για να μην προδώσει την αλμύρα του απ’ τα μάτια. «Δεν τρως», τον στραβοκοίταξε εκείνη και πριν προλάβει εκείνος να βρει μια ανώδυνη δικαιολογία, το Κατινάκι πήρε το πιάτο και το πέταξε στον απέναντι τοίχο, να γίνει χίλια κομμάτια με κραυγή και κλάματα. Η εικόνα της Παναγίας, που κρεμόταν δίπλα σε έναν πλεκτό, καδραρισμένο παπαγάλο, γέμισε κίτρινα ζουμιά και εκείνη έτρεξε να τα σκουπίσει με την ομώνυμη, κακοβαλμένη ποδιά της. «Δεν αντέχω άλλο να αντιδράς στο αλάτι μου» φώναξε κι άρχισε να ξεβιδώνει τις αλατιέρες της με νεύρο για να χυθούν οι λευκοί κόκκοι τους επάνω στο τραπέζι. «Όταν θα χιονίζει, εμένα θα θυμάσαι. Θα νιώθεις μοναξιά και θα σου λείπει η λύσσα μου», τσίριξε. Εκείνος δεν κατάλαβε ποτέ του τι ακριβώς έγινε εκείνη τη μέρα, και δεν τη ρώτησε ποτέ τις δεύτερες Κυριακές που την επισκεπτόταν στο Ίδρυμα και της δώριζε ποδιές από την Τήνο. 

Αυτή τη φορά που του κόπηκε η όρεξη, χιόνιζε. Θυμήθηκε το Κατινάκι. Ένιωθε μόνος και είχε την ανάγκη να φάει κάτι αλμυρό. Οτιδήποτε, αρκεί να κολλούσε το αλάτι στον ουρανίσκο του και να θυμόταν τις τόσες σούπες της θειας του, που δεν εκσφενδονίστηκαν πουθενά, δεν λέρωσαν κανέναν τοίχο. Εκείνες που έτρωγε, χωρίς να πάρει χαμπάρι η ξανθιά του αγαπημένη αγκαλιά πόσο τις μισούσε. Βούτηξε τρεις φορές το κουτάλι του στο αλάτι και το ‘φερε άλλες τόσες μέσα στο στόμα του. Αναθεματισμένη λύσσα. Κοκκίνισε και οι πόροι του ικέτευαν νερό. Βγήκε στο μπαλκόνι, έφαγε μια χούφτα χιόνι και χαμογέλασε με μια ανάμνηση του μοναδικού του ανθρώπου που ‘χε για λογικό και αποδείχτηκε όχι τρελός, αλλά αλλιώς. Τον πήρε ο ύπνος μέχρι να ξημερώσει.

Τουλάχιστον, ακόμα ξημερώνει.

*Γράφτηκε με αφορμή τη «Βιβλιοθήκη στο πάρκο» της ομάδας Why not
15/9/12 0 σκέψεις

Θα το λέω.



Ίσως να μην πρέπει να ξεκινώ τα κείμενά μου με αυτή τη διαπίστωση (που αρχίζει να γίνεται κατάσταση), αλλά έχω πολύ καιρό να νιώσω ακατανίκητα την ανάγκη να γράψω. Νομίζω ότι φταίνε οι καιροί. Θυμάμαι παλιότερα, τότε που μπορούσα να κάνω όνειρα με συνοχή, πώς παρατηρούσα τα πάντα γύρω μου και έστηνα μικρές ιστορίες που τα συνέδεαν και τους έδιναν λίγο από το νόημα μου. Τώρα, αδυνατώ κι αυτό μου λείπει.

Είναι λίγες οι στιγμές που κινητοποιούν το βλέμμα μου να αρπάξει από τα μαλλιά τα ερεθίσματα. Στη συναυλία της Νατάσσας, με διαπέρασε εκείνος ο ηλεκτρισμός και πάλι. Αυτή την φορά, ήταν πολιτικός. Ήταν η κραυγή του «πάντα ό, τι σκεφτώ, θα το λέω». Ήταν ο φόβος ως μορφή του χειρότερου φασισμού. Ήταν ολόκληρο το κλίμα της ελεύθερης διατύπωσης μιας άποψης που δυσαρεστεί όσους δεν έχουν μάθει να σέβονται το διαφορετικό.

Με επηρέασαν και τα μάτια εκείνου του κοριτσιού που έτρεξε να πλύνει τα τζάμια του αυτοκινήτου. Μάτια με μια μόνιμη υγρασία σε ένα κεφάλι με μια μόνιμη κλίση στο πλάι, σαν από φόβο (και από φασισμό). Χαμογέλασε όταν πήρε στα χέρια της το τσιμπιδάκι, αλλά συγκρατημένα. Αισθάνθηκε ευτυχισμένη με το σταγονόμετρο. Ζει με το ίδιο σταγονόμετρο, που άλλοι μετρούν το δόσιμό τους αποκλειστικά προς Έλληνες, λες και είναι αγάπη να συλλέγεις αίμα με κριτήρια. 

Σπαταλημένο παρόν είναι.

Φωτογραφία: Teo Karanikas
6/9/12 0 σκέψεις

Θα φανεί.


Μου λείπει να γράφω,
να είναι Σεπτέμβρης 
κι έξω να κάνει ελπίδα. 

Σιγά - σιγά
οι κύκλοι ακουμπούν τις αρχές τους 
στο τέλος τους.

Κι εγώ,
μ' ένα κομμάτι λευκό ύφασμα στο χέρι
διαλέγω αν θα δέσω τα πόδια
για να πάψουν να τρέχουν.
Ή για να μην ματώσουν, τρέχοντας. 
8/8/12 0 σκέψεις

Το σαλιγκάρι που ακούει Κ.Βήτα


Κά(ποτε)
όταν όλα θα έχουν τελειώσει
κι όλα θα στάζουν ποίηση από πόνο κι από κόκκαλα βγαλμένη
θα γίνομαι άμορφο κουβάρι στην πιο κοφτερή γωνία του κρεβατιού
αγκαλιά με το ποτισμένο από τη φωνή του Κ.Βήτα δέρμα μου
(ναι, θα μείνω μοναχός στη χρυσή λοφοσειρά)
βλέποντας τα ίδια επεισόδια σε επανάληψη
το χαμόγελο προς τα πάνω
το χαμόγελο προς τα κάτω
κι εκείνο που έμεινε μισό στη μέση, στο μίσος.

Κά(ποτε)
όταν όλα θα έχουν αρχίσει
έτσι όπως πάντοτε αρχίζουν από το κάθε τέλος
(όταν δεν υπάρχεις εσύ, υπάρχει η απώλεια)
θα γίνομαι σαλιγκάρι σε ένα δρόμο εκκίνησης
παλεύοντας για κάθε χιλιοστό μακριά
πολύ μακριά
βαθιές ανάσες μακριά
από ό,τι (...)


2/7/12 0 σκέψεις

Δεν «Φοβάμαι»

Ο καθένας διαλέγει κάτι δικό του από τη σάρκα του πνεύματος του κάθε ποιητή. 


«Εμείς - άνθρωποι των Ιδεών.
Η ιδεολογία, οι ιδέες, οι κοσμοθεωρίες, κάτι πιο πάνω από το ένστικτο και την ανάγκη.
Προϋποθέτουν χρόνο, δραστηριότητα, καταβολή δυνάμεων, πέρα από το καμίνι της καθημερινότητας.
Για τους περισσότερους - οι ιδέες: μια πολυτέλεια. Δεν έχουν τον καιρό, το προνόμιο της ανάσας.
Αγώνας του ενστίκτου και της ανάγκης. 
Πίστη τυφλή, ασάλευτη σε μια "Ιδέα", κι ως τη θυσία, από απελπισία, από απόγνωση. 


(Όχι πια το πώς θα ζήσεις καλύτερα, αλλά αν θα ζήσεις καν).».


{...}


«Δέχτηκες τελικά, στο βάθος, κάθε αναθεώρηση, κάθε αλλαγή πορείας, κάθε αποστασία. Δεν είναι πάντα η θέληση λίγη - είναι πολλές φορές ο πόνος μεγάλος. Κρίνεις γνωρίζοντας μόνο ως εκεί που έχεις φτάσει, όχι ως εκεί που θα μπορούσες να φτάσεις αν και αν και αν...


Δεν πιστεύεις πια στα ατσάκιστα ψυχικά ελάσματα. Στο βολταϊκό τόξο λιώνει και το ευγενέστερο μέταλλο. Κριτήριο μοναδικό ειλικρίνειας, βάθους πόνου, συνέπειας στον εαυτό σου και μόνο: τι ωφελήθηκες από την "αλλαγή" ή τι ζημιώθηκες. Όχι τυχαία, συμπτωματικά, από κακό υπολογισμό. Τι περίμενες να ζημιωθείς, τι εν γνώσει σου ζημιώθηκες. Και δε δίστασες.». 


Μανόλης Αναγνωστάκης
«Το Περιθώριο '68 - '69»
Εκδόσεις «Νεφέλη»

29/6/12 0 σκέψεις

Εκλογές θέλαμε. Τι καταλάβαμε;*



Τα πνευματικά δικαιώματα της ερώτησης του τίτλου δεν ανήκουν σε μένα. Είναι μια απορία που εξέφρασε υπάλληλος δημόσιου οργανισμού, μία μέρα μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου και ενώ τα τηλεοπτικά κανάλια γκάριζαν αφηνιασμένα ότι είμαστε ακυβέρνητοι. «Τι μας πείραζε ο Παπαδήμος; Εκλογές θέλαμε. Τι καταλάβαμε; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεύτερο κόμμα. Με ποιο κριτήριο;».

Πολλές ερωτήσεις διατυπωμένες στην ίδια ανάσα, σκέφτηκα. Τόσο ρητορικές, μάλιστα, που καταπίεσα τη διάθεση μου να απαντήσω επειδή το θεώρησα πολύ πιθανό να γυρίσει ο συγχυσμένος δημόσιος υπάλληλος και να μου πει: «σε ρώτησε κανείς;». Χαμογέλασα συμπονετικά μέσα μου, και το ίδιο συμπονετικά γράφω για τον οργισμένο για λάθος λόγους αλλά, σε γενικές γραμμές, ανεκτό και δημόσιο υπάλληλο.

Αφήνω στην άκρη τον Παπαδήμο και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ένας είναι πια στο σκοτάδι κι ο άλλος στο υπερβολικό φως. Πιάνω τη δεύτερη ερώτηση. Αυτό το «τι καταλάβαμε» ενός απορημένου ανθρώπου, που με έκανε για λίγο να σκεφτώ ότι όλα τα υπόλοιπα που βιώνει από την ώρα που ξυπνάει μέχρι την τελευταία καληνύχτα στη γυναίκα του, τα κατανοεί σε ικανοποιητικό βαθμό (ή ακόμα καλύτερα, σε ποσοστό αυτοδυναμίας).

Καταλάβαμε, λοιπόν, ότι όταν ένας λαός βάζει τη βούλησή του σε έναν λευκό φάκελο και τη σφραγίζει για να φτάσει ανέγγιχτη στον προορισμό της, προκαλεί θρεπτική για την σκέψη αναταραχή στην ήδη ταραγμένη κοινωνική του πραγματικότητα. Καταλάβαμε ότι είναι πολύ ωραία τα καφενεία, τώρα που έριξαν και τις τιμές στον ελληνικό, αλλά είναι προτιμότερο να πράττεις σιωπηρά με τη ψήφο σου παρά να χτυπάς τα τραπέζια και να ανεβάζεις πίεση «επειδή είναι όλοι ίδιοι». Τέλος, αγαπητέ δημόσιε και πανελλαδικής εμβέλειας υπάλληλε, αισθανθήκαμε (και το να νιώθεις όταν είσαι άνθρωπος δεν είναι λαϊκισμός, αλλά δικαίωμα και υποχρέωση ταυτόχρονα) τι σημαίνει να στέκεσαι όρθιος σε ένα παραβάν με ευθύνη για το μέλλον.

Αυτή είναι η απάντηση στην καθόλου δικαιολογημένη ερώτηση. (Σ)τα είπα και ξετύλιξα τη δική μου απορία που φύτρωσε με σπόρο τη δική σου. Μια συμβουλή, μόνο, επειδή έτυχε να κρυφακούσω τη μίνι συνομιλία που είχες στα πεταχτά με συναδέλφους, το ίδιο απορημένους με τις αποφάσεις της κάλπης: μη συζητάς για απεργίες διαρκείας σε περίπτωση που, όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει, επιχειρήσει να σας κλείσει το «μαγαζί». Δεν συνάδει με τους σηκωμένους από απορία ώμους στο άκουσμα της ακυβερνησίας.

*Κείμενο: Κική Μουστακίδου. Δημοσιεύθηκε στο Pepper Magazine #15, Ιούνης 2012. 

18/6/12 0 σκέψεις

Γιατί, κύριοι; Γιατί;




Δε θα το κρύψω. Μόλις επέστρεψα χθες το βράδυ σπίτι κι άκουσα τον Αντώνη Σαμαρά να πανηγυρίζει τη νίκη της «μεγάλης» κεντροδεξιάς παράταξης με εκείνη την εκνευριστική φωνή, που παλεύει να φανεί μαχητική, έκλαψα. Με γαλάζιο δάκρυ.

Ένιωσα πάλι την αδυναμία αυτής της χώρας πρώτα να θυμηθεί κι ύστερα να αποφασίσει. Κι ύστερα να καταδικάσει. Δεν μπορώ να τα βάλω με κανένα γαλάζιο και πράσινο στρατόπεδο. Οι στρατιώτες τους εξέφρασαν ξανά, για μία ακόμη φορά, την αφοσίωσή τους. Με τα πόδια τους να είναι κολλημένα στη λάσπη, κατάφεραν να τους εμπιστευτούν τις τύχες τους.

Τους.

Τις δικές τους.

Στο εκλογικό τμήμα, στο οποίο ήμουν γραμματέας σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, 159 άτομα ψήφισαν Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Σε μια περιοχή της δυτικής Θεσσαλονίκης. Ο Δ. κλήθηκε να είναι μέλος της εφορευτικής επιτροπής, ήρθε από το πρωί να βοηθήσει κι δεν έφυγε παρά αργά το μεσημέρι. Θα μπορούσε να κάτσει σπίτι του, αλλά ξύπνησε στις επτά το πρωί και ήρθε. Συμπλήρωσε στα χαρτιά την επαγγελματική του κατάσταση: άνεργος. Ένιωσα ότι ήθελε να νιώσει ότι δουλεύει αλλά δεν συνεχίζω με τα συναισθήματα που μου προκάλεσε η εικόνα του. Κινδυνεύω να πέσω στο λόμπι του λαϊκισμού.

Ήρθαν παππούδες με κατεβασμένα μούτρα και τρεμάμενα χέρια να ρίξουν τη ψήφο τους. Ήρθαν γιαγιάδες που, αφού πίεζαν τον φάκελο μέσα στην κάλπη, χαιρετούσαν κι έλεγαν «άντε, κι ο θεός βοηθός». Χρυσαυγίτες με μαύρα μπλουζάκια και μαύρα γυαλιά έλεγχαν αν τα ψηφοδέλτιά τους είναι εντάξει και φώναζαν έξω από την αίθουσα «αγωνιστικά» συνθήματα. Ο Νεοδημοκράτης επόπτης με το καλοσιδερωμένο πουκάμισο έλεγε συνωμοτικά στον κόσμο γύρω του (αλλά και αρκετά δυνατά, για να τον ακούσουν κι άλλοι) να μην κάνουν καμιά χαζομάρα και δεν στηρίξουν τον Αντώνη επειδή αλλιώς «θα βγει η αριστερά».

Κι ύστερα ήρθε η καταμέτρηση. 
Ήρθαν τα αποτελέσματα. 
Ήρθε η απογοήτευση. 
Ήρθε όμως και κάτι άλλο. 
Και θα είναι εκεί έξω για όποιον το ψάξει από εδώ και πέρα. 


10/6/12 0 σκέψεις

Καλοκαιρίζον.




Το καλοκαίρι έχει μεγαλύτερη δύναμη κι από τη ψήφο. Ξέρεις τι είναι να το περνάς κάθε χρόνο στον ίδιο δρόμο και να μη σκέφτεσαι να το «μαυρίσεις» ποτέ;

Τα τζιτζίκια να μπερδεύονται με τα βατράχια. Ο γάτος μου να είναι άφαντος στο ποτάμι με την καινούργια, τρίχρωμη φίλη του. Εγώ να κατεβάζω τρία λίτρα νερό μαζί με τόνους σαλάτας για να σβήσω τη δίψα μου και να ανακαλύπτω ξανά μουσικά album από Camera Obscura και Tracey Thorn.

Να γράφω, χωρίς να υπάρχει λόγος, μόνο και μόνο για να ξεφύγω από το κλίμα των ημερών. Και να είμαι σίγουρη πως ό, τι κι αν γίνει, θα έχουμε πάντα το καλοκαίρι (μας). 
12/5/12 0 σκέψεις

Alexandra McKay. Η Φωνή *



Ήταν ένα ειλικρινές πρωινό με πολύ κρύο. Καθίσαμε με την Αλεξάνδρα να πιούμε ένα καφέ. Να μου μιλήσει για τη μουσική της, για τα live της με τους Basement High, για τα βράδια της Θεσσαλονίκης που αγαπάει. Η φωνή απέναντί μου κουβέντιαζε και φυσούσε τον καπνό στα αριστερά της. Είδα ένα μικρό σύννεφο να σχηματίζεται και να βρέχει μέλλον. Μερικές σταγόνες από αυτή τη βροχή είναι το παρακάτω κείμενο.

Την Αλεξάνδρα την άκουσα να δανείζει τη φωνή της στο κομμάτι «Smile» του V-Sag και την πρόσθεσα στη λίστα με τα αγαπημένα μου. Τα σχόλια στο youtube παρομοίαζαν τη χροιά της με εκείνη της Shakira αλλά και της Dido. Γέλασα με την αντίφαση και της έστειλα μήνυμα για τη συνέντευξη. Δέχτηκε, βρεθήκαμε κι αρχίσαμε να ξετυλίγουμε την ιστορία της.

«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη αλλά μεγάλωσα στα Χανιά. Από μια σταλιά ήθελα να ακούω συνέχεια δίσκους και κασέτες, ώσπου έπρηξα τους γονείς μου και μου πήραν ένα walkman. Αυτό με ηρέμησε για λίγο αλλά ζητούσα σαν τρελή να μάθω κιθάρα. Τελικά, ξεκίνησα με φλογέρα. Χεράκια παιδιού πρώτης δημοτικού, βλέπεις».

Ήρθε και η κιθάρα μερικά χρόνια αργότερα, όταν ωρίμασαν τα χέρια. Στα δώδεκα άρχισε να γράφει τα πρώτα δικά της κομμάτια. Ντροπιαστικά τα χαρακτηρίζει επειδή άκουγε πολύ Γιάννη Πουλόπουλο και είχε επηρεαστεί. Της εκμυστηρεύομαι ότι στην ίδια ηλικία ήμουν ερωτευμένη με τον Γιώργο Τσαλίκη και βλέπει ότι υπάρχουν και (πολύ) χειρότερα. Αφού έχουν μεσολαβήσει χρόνια με νέα ακούσματα και στροφή σε καλή, ξένη μουσική επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.

Οι Basement High

Πανεπιστήμιο Μακεδονία και σπουδές στο μουσικό τμήμα του. Παράλληλα, η Αλεξάνδρα πειραματίζεται με μπάντες, με διαφορετικά σχήματα, ερμηνεύει και γεννάει τραγούδια. Εδώ και ενάμιση χρόνο, ο ήχος των Basement High είναι ό, τι περίμενε σε όλη της τη ζωή.

«Μέσα σε ένα ξενύχτι στο Έκκεντρον και πάνω σε μια κουβέντα για τον Tom Waits έγιναν πραγματικότητα οι Basement High. Παίζουμε ακουστικά, παίζουμε blues rock με μπόλικα folk και southern στοιχεία. Δικά μας κομμάτια και διασκευές άλλων αγαπημένων σε live που όσο περνάει ο καιρός μεγαλώνουν και πολλαπλασιάζονται».

Η ίδια εμπνέεται από έρωτες που πλήγωσαν, που έληξαν, που έφυγαν χωρίς να ξαναπάρουν τηλέφωνο. Από όσα ζει και νιώθει. Θυμάται μια φιλόλογο στο μάθημα της Έκθεσης να της λέει: «Γράφε για αυτό που ξέρεις και θα τη βρεις την άκρη». Κάτι ανάλογο ισχύει και με την κιθάρα της στην αγκαλιά.

«Πάντα στο τέλος γενικεύεις αλλά η αρχή σου είσαι εσύ».  

Η Θεσσαλονίκη

Παιδί που αγαπά την πόλη και μένει σχεδόν στο κέντρο της, η Αλεξάνδρα είναι εθισμένη στη νύχτα. Τριγυρνάει στα στέκια της για καλό κρασί και πολλές μπύρες. Στο Silver Dollar, στο Bikers, στο Lucky Sparrow στα Λαδάδικα. Αποφεύγει να κλείνεται στους τοίχους της, ειδικά τα βράδια. Κι αν τύχει και δεν περάσει το κατώφλι της, μαγειρεύει κοτόπουλο για καλούς της φίλους και ακούνε Led Zeppelin, Beatles, Bessie Smith, Alman Brothers, Paul Rodgers και Blues Wire.

Είναι ένας προσγειωμένος άνθρωπος η Αλεξάνδρα. «Πιο προσγειωμένος από τη μαμά μου, που είναι γκρούπι μου», μου λέει η ίδια. Από τα ταλέντα που ξέρουν τη δυναμική τους, καλλιεργούνται όπως εκείνα θέλουν και κερδίζουν τον κόσμο τους μέρα με την ημέρα. Από τους ειλικρινείς και ακομπλεξάριστους καλλιτέχνες, που στην ερώτηση «έχεις όνειρα για το μέλλον;», απαντάνε:

«Ναι. Να ψηλώσω δέκα πόντους κι ένα για το παρελθόν: να είχα γεννηθεί κοκκινομάλλα».

Άλλωστε, βαθιά μέσα τους ξέρουν ότι δεν έχει σημασία μόνο να κάνεις όνειρα, αλλά να σχηματίζεις με τον καπνό σου μικρά σύννεφα που ‘ναι έτοιμα να βρέξουν μέλλον.

INFO

Άκου την Αλεξάνδρα στο «Feather» και στο «Smile» του V-Sag.

Άκου την Αλεξάνδρα να τραγουδά κομμάτια των Vello Leaf, όπως το «Now that we are» και το «One last tear», το οποίο περιλαμβάνεται και στο επίσημο soundtrack της ταινίας «Alter Ego».

Άκου την Αλεξάνδρα στο «Allthistime» μαζί με τους Basement High και μάθε για τις live εμφανίσεις τους μέσα από το facebook.

*Κείμενο: Κική Μουστακίδου. Δημοσιεύθηκε στο Pepper Magazine #14 , Απρίλης 2012. 

1/5/12 0 σκέψεις

Perfect Sense (2012)

«It's dark now but they feel each others breath
and they know all they need to know,
they kiss and they feel each others tears on their cheeks 
and if there had been anybody left to see them
then they would look like normal lovers, 
caressing each others faces, 
bodies closed together, 
eyes closed, 
oblivious to the world around them, 
because that is how life goes on.
Like that».



της Κικής Μουστακίδου*

«Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ' το χρόνο κι απ' το θάνατο πέρα, σε μια μοναχική παγκόσμια ένωση. Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει. Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου». Αν ο Μάικλ (Γιούαν Μακγκρέγκορ) μπορούσε να απαγγείλει στίχους του Γ. Ρίτσου πάνω από τον ώμο της Σούζαν (Έβα Γκριν), θα το έκανε. Θα φώναζε την πείνα του, τη δίψα του για εκείνη κι όλες οι ανθρώπινες αισθήσεις θα ανάβλυζαν ακόμη πιο ποιητικές σε αυτή την ταινία του Μακένζι.

Όχι πως δεν τα κατάφερε ο Βρετανός. Σκάρωσε ένα μελαγχολικό και συνάμα υπέρμετρα αισιόδοξο ποίημα με φόντο τη διαλυμένη από μια παγκόσμια πανδημία Γλασκώβη. Όταν οι άνθρωποι ξεκινούν να χάνουν τις αισθήσεις τους, μία προς μία, ένας άνδρας και μια γυναίκα ερωτεύονται και παλεύουν να κρατήσουν την ένωσή τους ζωντανή, έστω και με την απώλεια της όσφρησης, της γεύσης, της ακοής. ακόμη και της όρασης.

Οι δυο τους είναι το πρόσχημα. Το ζήτημα που τελικά θίγεται ξεπερνά το μοναδικό μεγαλείο του έρωτα. Είναι το σφίξιμο των δοντιών του ανθρώπου που στέκεται ξανά στα πόδια του μετά από κάθε κατάρρευση. Είναι τα όρια του, οι αντοχές που διαρκώς δοκιμάζονται μέσα από τη θλίψη της απώλειας. Η ζωή απέναντι στο θάνατο, η εξέλιξη απέναντι στη στασιμότητα, το μέλλον ενάντια στο παρελθόν. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα κινηματογραφικό περιβάλλον που δεν σου επιτρέπει να αποφύγεις την ταύτιση, όχι τόσο με τους ήρωες, αλλά με την ίδια την κατάσταση. Με τη γλυκόπικρη λύτρωση που σε γεμίζει υπαρξιακά ερωτηματικά: «That is how life goes on. Like that».

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Φιλμ Νουάρ




30/4/12 0 σκέψεις

Δεν είμαι μόνο.


«Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα 'πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω,
αν σ' αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ' αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι.
Θ' αναγνωρίσεις τ' άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου»;

Τέλος του καλοκαιριού, Τίτος Πατρίκιος



22/4/12 0 σκέψεις

«Μην το παραχέσουμε κιόλας»*


(Γενάρης 2012. Στα social media τα uploads δίνουν και παίρνουν. «Δείτε γιατί δάκρυσε στον αέρα η Τσαπανίδου». «Ο Χριστιανόπουλος έκανε ρόμπα την Πόπη». Η ιστορία γνωστή. Ο ποιητής απαντά στις ερωτήσεις της δημοσιογράφου με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, εκείνη δακρύζει από τα νεύρα, πηγαίνει να τα μπαλώσει, το link κλείνει ευγενικά. Οι μισοί του βγάζουν το καπέλο, οι άλλοι μισοί τον αποκαλούν γεροπαράξενο).

Αναρωτιέμαι. Είναι μάλλον εναλλακτικό να υποστηρίζεις έναν ποιητή που  βγαίνει στα παράθυρα και τα χώνει στον αλήτη – ρουφιάνο – δημοσιογράφο που έχει απέναντί του. Σου προσθέτει πόντους, σε ανεβάζει ένα επίπεδο πιο πάνω, ρε παιδί μου. Το να χρησιμοποιείς εκφράσεις του τύπου «ποιητικό χτύπημα στο σάπιο τηλεοπτικό σκηνικό» ή «έμμεση πνευματική γροθιά στο χρεωκοπημένο πολιτικό σύστημα» για να εξηγήσεις τη συμπεριφορά του, ξαφνικά, δεν σε μετατρέπει σε σκληροπυρηνικό οπαδό του ΚΚΕ αλλά σε βαθιά σκεπτόμενο άτομο. Άσε που κοιμάσαι και πιο ελαφριά. Λες: «την έκανε την επανάστασή μου ο 80χρονος ποιητής. Ας την πέσω τώρα γιατί αύριο έχει διαγωνισμό έξυπνης ατάκας στο twitter».

Αναρωτιέμαι και πάλι. Από πότε πρέπει να ανέχεσαι βλακώδη και κούφια λόγια επειδή προέρχονται από χείλη ανθρώπων που υπηρετούν τα γράμματα. Από πότε πρέπει να σκάβεις τόσο βαθιά για να βρεις το κρυμμένο, ανώτερο νόημα που (ξέρεις ότι δεν) υπάρχει. Από πότε ένας ποιητής που βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση του καλεσμένου σε εκπομπή νομιμοποιείται στις ανθρώπινες συνειδήσεις να προσβάλει τον συνομιλητή του επειδή είναι ποιητής (και επομένως, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για την κληρονομιά των κόμπλεξ που θα αφήσει πίσω του).

Ξέρω, πέρασε καιρός από τη μέρα που ο Ντίνος και η Πόπη συναντήθηκαν στα διπλανά παράθυρα. Το γεγονός γράφτηκε με χρυσό μελάνι στην τηλεοπτική ιστορία. Δεν είναι όμως για να ξεχνιέται κάτι τέτοιο. Δεν κρατάω κακία στον Χριστιανόπουλο για το αίμα που ανέβηκε στο κεφάλι μου όταν είδα το show του. Είμαι θυμωμένη με τους νέους ανθρώπους που τον υποστήριξαν. Με αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται ότι χρειαζόμαστε πια ανθρώπους της τέχνης που το κάθε τους κύτταρο θα φωνάζει την πνευματική τους ισορροπία. Ανθρώπους που θα γνωρίζουν αλήθειες φανερωμένες από την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική και θα τις μοιράζονται μαζί μας, έχοντας το θάρρος του λόγου τους. Όχι κρυμμένοι πίσω από το μεγάλο τους όνομα που τους δίνει αυθαίρετα την άδεια να μην βουτάνε τη γλώσσα στο μυαλό τους. Γιατί από αυτή την άποψη, καμιά διαφορά δεν έχει ο μεγάλος δημοσιογράφος από τον μεγάλο ποιητή. Είναι μεγέθη εξίσου παραπλανητικά και επίφοβα.

«Ο κόσμος υποφέρει και πονά/ και εσείς τα ίδια παραμύθια» Ν.Χ

*Ατάκα του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο τέλος της συνέντευξής του στην Πόπη Τσαπανίδου.

Κείμενο: Κική Μουστακίδου. Δημοσιεύθηκε στο Pepper Magazine #14, Απρίλης 2012. 
10/4/12 0 σκέψεις

Εαρινή συμφωνία XXVII, Γ. Ρίτσος


Ξημερώνει.
Η αχλύ παραμερίζει.
Τα πράγματα 
σκληρά λαμπερά κι αδιάψευστα.

Πόσους μήνες κοιμηθήκαμε.
Ξεχασμένοι ξεχαστήκαμε
σ' ένα θάμβος πυκνό
από νύχτα κι από ήλιο. 

Δεν κλαίω
γιατί ο ύπνος μ' αρνήθηκε. 
Πίσω απ' τον κήπο μας
υπάρχουν κι άλλοι κήποι.

Ο θάνατος υψώνει
σκαλί σκαλί τη σκάλα
που πάει στον ουρανό.

Φεύγει το θέρος
μα το τραγούδι μένει. 

Όμως εσύ που δεν έχεις φωνή
πού θα σταθείς ν' απαγκιάσεις;
Πώς θα σμίξεις το φως με το χώμα;

Άνοιξε τα παράθυρα
να μπει το φως
η ατίθαση ριπή του ανέμου
το αψύ χνώτο
των μεγαλόπρεπων βουνών.

Κοίτα
χαμογελάει το ανεξάντλητο
μπροστά στα σταυρωμένα χέρια.
Λύσε τα χέρια.

Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ' όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
- να μάθεις να χαμογελάς.

Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη
πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.

Νά τος ο ήλιος
πάνω απ' τις μπρούντζινες πολιτείες 
πάνω απ' τους πράσινους αγρούς
μες στην καρδιά μας. 

Νιώθω στους ώμους 
το βαθύ μυρμήγκιασμα
καθώς φυτρώνουν
όλο πιο νέα και πιο μεγάλα
τα φτερά μας.

Ύψωσε τα ματόκλαδα.

Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ' τη λύπη σου
φως και αίμα
τραγούδι και σιωπή.

Καλοί μου άνθρωποι
πώς μπορείτε
να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε 
να μη χαμογελάτε; 

Ανοίχτε τα παράθυρα

Νίβομαι στο φως
βγαίνω στον εξώστη 
γυμνός
ν' αναπνεύσω βαθιά
τον αιώνιο αγέρα
με τ' αδρά μύρα
του νοτισμένου δάσους
με την αλμύρα
της απέραντης θάλασσας. 

Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.

 
;