30/9/12 0 σκέψεις

Take this waltz (2012)


της Κικής Μουστακίδου*


Όταν μια γυναίκα σκηνοθετεί μια ταινία για την ίδια τη γυναικεία φύση, τα θηλυκά μάτια ταυτίζονται και τα αρσενικά πασχίζουν (και πάλι) να την καταλάβουν. Η Καναδή Σάρα Πόλεϊ τοποθετεί στην πόλη της, το Τορόντο, τη νεαρή Μάργκο (Μισέλ Γουίλιαμς) και την άνευρη καθημερινότητά της με τον Λου (Σεθ Ρόγκεν), σύζυγό της τα τελευταία πέντε χρόνια. Όταν γνωρίζει το νέο της γείτονα, Ντάνιελ (Λουκ Κίρμπι), ξεκινά να αναπνέει την ανανέωση που προσφέρει η πλατωνική παρουσία του στη ζωή της, πάντοτε με τύψεις για τον παράνομο χαρακτήρα της συναναστροφής τους. Η τελική πορεία των πραγμάτων είναι ένα σχόλιο της δημιουργού απέναντι στους κύκλους, που είναι συναρπαστικοί στο πρώτο τους ημισφαίριο αλλά γίνονται αναπόφευκτα βαρετοί και επαναλαμβανόμενοι στο κλείσιμό τους, όπως αποδεικνύει η περιστροφική κίνηση της κάμερας σε μία από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας.

Η αισθητική του «Take this waltz», από τα χρώματα που το συνοδεύουν μέχρι το γλυκόπικρό του soundtrack, είναι σαφώς ανώτερη από την ίδια την πλοκή, που σε στιγμές μπλέκεται μέσα στα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει και στερεί τη δυναμική από τις κορυφώσεις της. Η Μισέλ Γουίλιαμς ενσαρκώνει ιδανικά τη μελαγχολική, σχεδόν καταθλιπτική Μάργκο ενώ από τους δύο άντρες, ο Λουκ Κίρμπι υποστηρίζει πιο πειστικά το ρόλο του τρίτου προσώπου, που επιλέγει να μείνει πίσω και να υποφέρει εσωτερικά λόγω της κακής χρονικής συγκυρίας. Το νόημα της ταινίας συνοψίζεται σε μια φράση της ηρωίδας, που παραφρασμένη έχει ως εξής: σε κάθε περίπτωση, είσαι εσύ και η σύγκρουσή σου με το γεγονός ότι είσαι ζωντανός. 

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Φιλμ Νουάρ», 27.09.2012
25/9/12 0 σκέψεις

Λύσσα*



Την προηγούμενη φορά που του είχε κοπεί η όρεξη, ήταν στη θεία του την Κατίνα. Στο Κατινάκι του, με τα ξανθά, μπουκλωτά μαλλιά που μύριζαν λεμόνι κι εκείνες τις εμπριμέ ποδιές που πήγαινε κι αγόραζε από κάθε ταξίδι της στην Τήνο. Εκείνη την μέρα, η θεία, που του είχε αδυναμία και τον φώναζε πάντοτε κάθε δεύτερη Κυριακή να φάνε μαζί, φορούσε την ποδιά της ανάποδα. «Μας μαζί είναι Παναγιά Η» διάβαζε εκείνος γύρω από τη μέση της και γελούσε σιγανά κάτω από τη δεξιά του φούχτα όσο εκείνη τον ρωτούσε τι είχε πάθει και του σκούνταγε τον ώμο για να δοκιμάσει τη σούπα, που ήταν νέα συνταγή και «μέχρι και αγγέλους θα κατέβαζε στο τραπέζι της». Αφού σκέφτηκε για ποιο λόγο μπορεί να θέλει κανείς να φιλοξενήσει λευκές φιγούρες με φτερά στο σπίτι του, ξερόβηξε, σοβαρεύτηκε και κατάπιε μια κουταλιά.

«Πάλι λύσσα την έκανε τη σούπα η Κυρά Κατίνα» μουρμούρισε από μέσα του κι απ’ έξω, της έδωσε ένα ζουμερό φιλί και ήπιε το νερό στην υγειά της, για να μην προδώσει την αλμύρα του απ’ τα μάτια. «Δεν τρως», τον στραβοκοίταξε εκείνη και πριν προλάβει εκείνος να βρει μια ανώδυνη δικαιολογία, το Κατινάκι πήρε το πιάτο και το πέταξε στον απέναντι τοίχο, να γίνει χίλια κομμάτια με κραυγή και κλάματα. Η εικόνα της Παναγίας, που κρεμόταν δίπλα σε έναν πλεκτό, καδραρισμένο παπαγάλο, γέμισε κίτρινα ζουμιά και εκείνη έτρεξε να τα σκουπίσει με την ομώνυμη, κακοβαλμένη ποδιά της. «Δεν αντέχω άλλο να αντιδράς στο αλάτι μου» φώναξε κι άρχισε να ξεβιδώνει τις αλατιέρες της με νεύρο για να χυθούν οι λευκοί κόκκοι τους επάνω στο τραπέζι. «Όταν θα χιονίζει, εμένα θα θυμάσαι. Θα νιώθεις μοναξιά και θα σου λείπει η λύσσα μου», τσίριξε. Εκείνος δεν κατάλαβε ποτέ του τι ακριβώς έγινε εκείνη τη μέρα, και δεν τη ρώτησε ποτέ τις δεύτερες Κυριακές που την επισκεπτόταν στο Ίδρυμα και της δώριζε ποδιές από την Τήνο. 

Αυτή τη φορά που του κόπηκε η όρεξη, χιόνιζε. Θυμήθηκε το Κατινάκι. Ένιωθε μόνος και είχε την ανάγκη να φάει κάτι αλμυρό. Οτιδήποτε, αρκεί να κολλούσε το αλάτι στον ουρανίσκο του και να θυμόταν τις τόσες σούπες της θειας του, που δεν εκσφενδονίστηκαν πουθενά, δεν λέρωσαν κανέναν τοίχο. Εκείνες που έτρωγε, χωρίς να πάρει χαμπάρι η ξανθιά του αγαπημένη αγκαλιά πόσο τις μισούσε. Βούτηξε τρεις φορές το κουτάλι του στο αλάτι και το ‘φερε άλλες τόσες μέσα στο στόμα του. Αναθεματισμένη λύσσα. Κοκκίνισε και οι πόροι του ικέτευαν νερό. Βγήκε στο μπαλκόνι, έφαγε μια χούφτα χιόνι και χαμογέλασε με μια ανάμνηση του μοναδικού του ανθρώπου που ‘χε για λογικό και αποδείχτηκε όχι τρελός, αλλά αλλιώς. Τον πήρε ο ύπνος μέχρι να ξημερώσει.

Τουλάχιστον, ακόμα ξημερώνει.

*Γράφτηκε με αφορμή τη «Βιβλιοθήκη στο πάρκο» της ομάδας Why not
15/9/12 0 σκέψεις

Θα το λέω.



Ίσως να μην πρέπει να ξεκινώ τα κείμενά μου με αυτή τη διαπίστωση (που αρχίζει να γίνεται κατάσταση), αλλά έχω πολύ καιρό να νιώσω ακατανίκητα την ανάγκη να γράψω. Νομίζω ότι φταίνε οι καιροί. Θυμάμαι παλιότερα, τότε που μπορούσα να κάνω όνειρα με συνοχή, πώς παρατηρούσα τα πάντα γύρω μου και έστηνα μικρές ιστορίες που τα συνέδεαν και τους έδιναν λίγο από το νόημα μου. Τώρα, αδυνατώ κι αυτό μου λείπει.

Είναι λίγες οι στιγμές που κινητοποιούν το βλέμμα μου να αρπάξει από τα μαλλιά τα ερεθίσματα. Στη συναυλία της Νατάσσας, με διαπέρασε εκείνος ο ηλεκτρισμός και πάλι. Αυτή την φορά, ήταν πολιτικός. Ήταν η κραυγή του «πάντα ό, τι σκεφτώ, θα το λέω». Ήταν ο φόβος ως μορφή του χειρότερου φασισμού. Ήταν ολόκληρο το κλίμα της ελεύθερης διατύπωσης μιας άποψης που δυσαρεστεί όσους δεν έχουν μάθει να σέβονται το διαφορετικό.

Με επηρέασαν και τα μάτια εκείνου του κοριτσιού που έτρεξε να πλύνει τα τζάμια του αυτοκινήτου. Μάτια με μια μόνιμη υγρασία σε ένα κεφάλι με μια μόνιμη κλίση στο πλάι, σαν από φόβο (και από φασισμό). Χαμογέλασε όταν πήρε στα χέρια της το τσιμπιδάκι, αλλά συγκρατημένα. Αισθάνθηκε ευτυχισμένη με το σταγονόμετρο. Ζει με το ίδιο σταγονόμετρο, που άλλοι μετρούν το δόσιμό τους αποκλειστικά προς Έλληνες, λες και είναι αγάπη να συλλέγεις αίμα με κριτήρια. 

Σπαταλημένο παρόν είναι.

Φωτογραφία: Teo Karanikas
6/9/12 0 σκέψεις

Θα φανεί.


Μου λείπει να γράφω,
να είναι Σεπτέμβρης 
κι έξω να κάνει ελπίδα. 

Σιγά - σιγά
οι κύκλοι ακουμπούν τις αρχές τους 
στο τέλος τους.

Κι εγώ,
μ' ένα κομμάτι λευκό ύφασμα στο χέρι
διαλέγω αν θα δέσω τα πόδια
για να πάψουν να τρέχουν.
Ή για να μην ματώσουν, τρέχοντας. 
 
;