19/8/11

Ένα μπουκάλι παρελθόν



«Κάθε καλοκαίρι, η ίδια ιστορία. Κι ύστερα, λένε, μείνε μακριά από τη ρουτίνα γιατί δεν το ‘χει σε τίποτα να αφηνιάσει και να σε καταπιεί στην άχρωμη, άοσμη και άγευστή της δίνη. Κληρονομιά από τη γιαγιά ένα ηλίθιο έθιμο, μόνο εγώ το κρατάω τόσο καιρό, κι ας παριστάνουν δήθεν οι υπόλοιποι πως θέλουν να μένουν μόνοι τους για να πετάξουν το παρελθόν τους στη θάλασσα, να χαθεί στον πάτο του καλοκαιριού. Σε ένα μπουκάλι να χωρέσεις ό,τι χειμερινό σε πλήγωσε, να το φάει η αρμύρα και να μη το ξεβράσει ποτέ. Δεν κλείνονται οι χειμώνες που πονάνε με φελλούς, ρε γιαγιά. Το ήξερες ακόμη και εσύ πριν βαφτίσεις οικογενειακή παράδοση μια αυγουστιάτικη σαχλαμάρα. Κάθε χρόνο, η Πανσέληνος, το παρελθόν μου κι εγώ.

Φέτος, ξεχειλίζει το μπουκάλι κομμάτια από χαρτί, σκισμένα με μανία. Φωτογραφίες με χαμόγελα σε ποτάμια, θάλασσες και υγρούς, χωμάτινους δρόμους. Παρελθόν. Διαδρομές που νόμιζες ότι δεν θα καταλήξουν ποτέ στο καλάθι των αχρήστων, κι όμως αόρατα χέρια κατάφεραν και τις ξεστράτισαν. Παρελθόν. Απώλειες ανθρώπων που υπήρξαν σημεία αναφοράς. Παρελθόν. Απώλειες ανθρώπων. Επίσης. Τα πόδια μου βουλιάζουν στην υγρή άμμο, δροσίζονται από το κύμα και από τις παγωμένες πέτρες. Τα χέρια μου καίνε γιατί κρατάνε τον χειμώνα μου. μόλις ξεριζώθηκε με κόπο από μέσα μου. Ζεματάει.

Και στο ξαναλέω, ρε γιαγιά. Θα το πετάξω μακριά το γυάλινο παρελθόν που με κουβαλάει συχνά αυτό αντί να το κάνω εγώ. Αλλά φέτος, θα είναι διαφορετικά. Φέτος, θα περιμένω να το ρουφήξει ο βυθός, σαν να διψά για παρωχημένους πόνους ενός ασήμαντου ανθρώπου, ενός σάρκινου κόκκου άμμου ανάμεσα σε τόσους άλλους. Δεν μπορώ να ξέρω ότι ακόμα και πνιγμένες, οι στιγμές μου παραμένουν ύλη. Ο υπόλοιπος κόσμος διαγράφει τα άσχημα και στοχεύει στα όμορφα όταν η χρονιά αλλάζει. Η δική μου οικογενειακή παράδοση με κάνει πρωτότυπο. Και ξεχωριστό. Με έναν τρόπο που δε γεμίζει το μάτι μου αλλά την βαρετή Πανσέληνό μου.

Θα το στριφογυρίσω πρώτα στον αέρα. Δυο, τρεις και τέσσερις φορές. Λιγότερες από όσες στριφογύριζε στο μυαλό μου η κάθε ανάμνηση ξεχωριστά. Και το αεράκι που φυσά θα το στείλει ακόμα πιο βαθιά στα μαύρα νερά. Δεν είναι κανείς γύρω μου να ματιάξει τη ρίψη μου, μόνο κάτι ξεχασμένες, ριγωτές ομπρέλες χωρίς μάτια.

Μερικά κοφτά βήματα, ένα τίναγμα, τελευταίος θυμός και μια κραυγή. Ανακούφιση. Δεν θα κάτσω να προσέχω μπας και πάει αντίθετα στη φύση και το ξεράσει η θάλασσα στα πόδια μου. Δεν θα φοβηθώ το παρελθόν. Δεν θα ξαναγυρίσει, εάν δεν το θέλω εγώ. Τώρα κατάλαβα γιατί το έβαζες, ρε γιαγιά, σε ένα μπουκάλι. Γιατί τίποτα ποτισμένο με αόριστο χρόνο δεν αξίζει να πιάνει παραπανίσια έκταση. Καλό παρόν και καλό καλοκαίρι μας».  

*Δημοσιεύθηκε στο Pepper magazine #10, Αύγουστος 2011

0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;