Πρωί. Μαύρος καιρός με υγρασία κατάθλιψης. Κάθομαι στη γνωστή μου θέση, στο γνωστό λεωφορείο, σφίγγοντας τα γόνατά μου και προσπαθώντας να ξοδέψω όσο λιγότερο χώρο μπορώ. Να χωρέσουμε όλοι (να πάμε πού;). Στο ραδιόφωνο το άκουσα και ένιωσα πάλι εκείνη τη βελόνα να κολυμπάει στις φλέβες, στο νευρικό μου σύστημα. Ένας 77χρονος αυτοπυροβολήθηκε στο Σύνταγμα.
Παύση.
Τελεία.
Πρωί. Μαύρος καιρός. Ακόμα στον αέρα η υγρασία, η κατάθλιψη. Τώρα πιο έντονη. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Ένας άντρας, περίπου στην ίδια ηλικία με τον αυτόχειρα που πέθανε στα αυτιά μου λίγα λεπτά νωρίτερα, φοράει ένα καλοβαλμένο γιλέκο και στήνει την ταμπέλα του καταστήματός του πάνω στο πεζοδρόμιο της Εγνατίας. «Αγοράζονται χρυσαφικά – δίνονται μετρητά». Βρίζει έναν παράλυτο επαίτη που ζητιανεύει μπροστά στην πόρτα του. Κουνάει επιθετικά τα χέρια του, τα χείλη του είναι ραμμένα με φορά προς τα κάτω και στάζουν δύσοσμα, στερεοτυπικά σάλια.
Βουβό κλάμα.
Μαζί με τις γραβάτες αυτού του τόπου, βεβηλώνουν τον θάνατο ενός απελπισμένου ανθρώπου και όσοι περιμένουν να φάνε ψωμί από τη διάχυτη δυστυχία. Πόσο χρυσάφι πρέπει να περάσει από τα χέρια τους για να δανείσουν λίγο στην καρδιά τους;
Ξανά το βλέμμα μέσα από το παράθυρο.
Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να αλλάξουμε τον κόσμο.
0 σκέψεις:
Δημοσίευση σχολίου