Χθες το βράδυ, στις δύο τα μεσάνυχτα, η μάνα μου άκουσε στον ύπνο της πως κλαίω. Ηρθε έξω από την πόρτα μου και τρύπωσε το μάτι της στην κλειδαρότρυπα. Τέντωσε το αυτί της και το βαλε στην άκρη ενός φανταστικού ποτηριού για να με ακούσει. Και δεν με άκουσε, γιατί δεν έκλαιγα. Τουλάχιστον τότε που πήρε θέση έξω από το δωμάτιο μου, δεν έκλαιγα. Τώρα κλαίω, τώρα και μετά και για πολλές μέρες. Αλλά από μέσα μου γιατί όπως μου είπε όταν ντύθηκα για να φύγω από το σπίτι «είμαι δυνατό κορίτσι». Ετσι με αποκάλεσε η μάνα μου, «δυνατό κορίτσι, δεν έχεις ανάγκη εσύ».
Εχω και πολύ μεγάλη μάλιστα. Ανάγκη να με ρουφήξει το στρώμα την ώρα που ξαπλώνω. Να βρέχει και να ξαπλώσω σε μια πράσινη ταράτσα, περιμένοντας να φυτρώσει ολόκληρο δάσος. Να αποκτήσω ειδικά γυαλιά με ένα κουμπί επάνω, που θα το πατάω και θα τα βλέπω όλα μωβ. Να κλειστώ σε ένα ασανσέρ και να μην βγω από εκεί μέσα μέχρι να καταλάβω πραγματικά σε ποιον όροφο θέλω να με κατεβάσει. Αναγκη να γράψω πάνω στον καθρέφτη που αχνίζει μετά από το καυτό μπάνιο μια ιστορία φαντασίας, με πρωταγωνιστές εμένα και την ίδια την Φαντασία. Γιατί η Φαντασία είναι πρόσωπο που υπάρχει και κάποια στιγμή θα το συναντήσω στον δρόμο μου. Θα πατήσω την άκρη του παπουτσιού της ή θα γρατσουνίσω με την εφημερίδα μου το χέρι της. Οπως και να χει, θα την βρω όπου και να ναι.
1 σκέψεις:
Θα τη βρεις κοριτσάκι (είσαι ήδη σε καλό δρόμο:)!
Δημοσίευση σχολίου