Μου χρεώθηκε ένα πτώμα. Ανθρώπινο. Δεν το έκανα εγώ. Δεν σκότωσα κανέναν. Απλώς μου χρεώθηκε. Ενα σώμα σε προχωρημένη σήψη. Πήδηξε μέσα από ένα σκοροφαγωμένο μπαούλο και προσγειώθηκε πάνω στην απορία μου. Πάνω στους ώμους μου, πάνω στην σπονδυλική μου στήλη. Στα κόκκαλά μου φύτρωσαν τσιγκέλια. Το σώμα αγκιστρώθηκε εκεί. Τα ξένα μέλη τυλίχθηκαν γύρω από τα δικά μου. Βάρυνα. Εγινα ασήκωτη.
Δεν τον σκότωσα κι όμως καταδικάστηκα να τον κουβαλάω. Βρώμαγε θάνατο. Βρώμισα θάνατο. Εσερνα τα πόδια μου στην ανηφόρα μαζί με τα δικά του. Καταναγκαστικά έργα. Εβρεχε και έκλαιγα. Δεν ήξερα τίποτα και τραβούσα στα τυφλά ένα δρόμο. Οι αλυσίδες άφηναν σκουριά στη σάρκα μου. Ποτάμι το νερό και τα δάκρυα. Εσφιγγα τα δόντια μου. Υστερα τα έφτυνα και έχτιζαν μονοπάτι.
Σκοτάδι, βροχή και δάκρυα. Ο κόσμος έβγαζε φωτογραφίες. Με φλας μου τραυμάτιζαν τα μάτια. Τώρα πια, βούρκωνα με αίμα. Εγινε κόκκινη η αδιακρισία. Δημοφιλές θέαμα ένας ζωντανός που χρεώνεται έναν νεκρό. Συνέχισαν πιο έντονα τα φλας και τους ψιθύρους. Εκανα κύκλους γύρω από τον εαυτό μου. Γύρω από τον εαυτό του. Τιναζόμουν για να τον αποτινάξω. Τα δάχτυλα που με έδειχναν, γελούσαν δυνατά. Ο ήχος με διαπερνούσε, σκέτο ηλεκτρικό ρεύμα. Τιναζόμουν από αυτό. Πάλι δάχτυλα, πάλι γέλια μπροστά στην οσμή από θάνατο.
Η σήψη του έγινε σήψη μου. Ξερνούσα την ίδια μου την ύπαρξη. Κανείς δεν με πλησίαζε. Εμεινα να σαπίζω μόνη στο κέντρο μιας πρόχειρης αρένας. Και κανείς δεν ένιωσε τύψεις που με άφησε εκεί. Ολοι πίστεψαν πως γέμισε τσιγκέλια η πλάτη μου επειδή τον είχα βλάψει. Ολοι φαντάστηκαν ότι σάπισα μέσα στις δικές μου τύψεις. Ολοι γύρισαν στο σπίτι τους, ήπιαν ένα ζεστό τσάι και κοιμήθηκαν χωρίς τύψεις για τις τύψεις που χωρίς τύψεις χρέωσαν σε ένα ζωντανό σώμα που αδικαιολόγητα χρεώθηκε ένα νεκρό.
Υστερόγραφο: Αν το κλέψεις, σημαίνει οτι δεν ήταν ποτέ δικό σου. Μην το κλέψεις ποτέ. Να μάθουν να στο λένε.
3 σκέψεις:
Υπέρτατα καταπληκιτκό
Σ' ευχαριστώ πολύ.. :-)
γαμαουα ;)
Δημοσίευση σχολίου