12/5/12 0 σκέψεις

Alexandra McKay. Η Φωνή *



Ήταν ένα ειλικρινές πρωινό με πολύ κρύο. Καθίσαμε με την Αλεξάνδρα να πιούμε ένα καφέ. Να μου μιλήσει για τη μουσική της, για τα live της με τους Basement High, για τα βράδια της Θεσσαλονίκης που αγαπάει. Η φωνή απέναντί μου κουβέντιαζε και φυσούσε τον καπνό στα αριστερά της. Είδα ένα μικρό σύννεφο να σχηματίζεται και να βρέχει μέλλον. Μερικές σταγόνες από αυτή τη βροχή είναι το παρακάτω κείμενο.

Την Αλεξάνδρα την άκουσα να δανείζει τη φωνή της στο κομμάτι «Smile» του V-Sag και την πρόσθεσα στη λίστα με τα αγαπημένα μου. Τα σχόλια στο youtube παρομοίαζαν τη χροιά της με εκείνη της Shakira αλλά και της Dido. Γέλασα με την αντίφαση και της έστειλα μήνυμα για τη συνέντευξη. Δέχτηκε, βρεθήκαμε κι αρχίσαμε να ξετυλίγουμε την ιστορία της.

«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη αλλά μεγάλωσα στα Χανιά. Από μια σταλιά ήθελα να ακούω συνέχεια δίσκους και κασέτες, ώσπου έπρηξα τους γονείς μου και μου πήραν ένα walkman. Αυτό με ηρέμησε για λίγο αλλά ζητούσα σαν τρελή να μάθω κιθάρα. Τελικά, ξεκίνησα με φλογέρα. Χεράκια παιδιού πρώτης δημοτικού, βλέπεις».

Ήρθε και η κιθάρα μερικά χρόνια αργότερα, όταν ωρίμασαν τα χέρια. Στα δώδεκα άρχισε να γράφει τα πρώτα δικά της κομμάτια. Ντροπιαστικά τα χαρακτηρίζει επειδή άκουγε πολύ Γιάννη Πουλόπουλο και είχε επηρεαστεί. Της εκμυστηρεύομαι ότι στην ίδια ηλικία ήμουν ερωτευμένη με τον Γιώργο Τσαλίκη και βλέπει ότι υπάρχουν και (πολύ) χειρότερα. Αφού έχουν μεσολαβήσει χρόνια με νέα ακούσματα και στροφή σε καλή, ξένη μουσική επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.

Οι Basement High

Πανεπιστήμιο Μακεδονία και σπουδές στο μουσικό τμήμα του. Παράλληλα, η Αλεξάνδρα πειραματίζεται με μπάντες, με διαφορετικά σχήματα, ερμηνεύει και γεννάει τραγούδια. Εδώ και ενάμιση χρόνο, ο ήχος των Basement High είναι ό, τι περίμενε σε όλη της τη ζωή.

«Μέσα σε ένα ξενύχτι στο Έκκεντρον και πάνω σε μια κουβέντα για τον Tom Waits έγιναν πραγματικότητα οι Basement High. Παίζουμε ακουστικά, παίζουμε blues rock με μπόλικα folk και southern στοιχεία. Δικά μας κομμάτια και διασκευές άλλων αγαπημένων σε live που όσο περνάει ο καιρός μεγαλώνουν και πολλαπλασιάζονται».

Η ίδια εμπνέεται από έρωτες που πλήγωσαν, που έληξαν, που έφυγαν χωρίς να ξαναπάρουν τηλέφωνο. Από όσα ζει και νιώθει. Θυμάται μια φιλόλογο στο μάθημα της Έκθεσης να της λέει: «Γράφε για αυτό που ξέρεις και θα τη βρεις την άκρη». Κάτι ανάλογο ισχύει και με την κιθάρα της στην αγκαλιά.

«Πάντα στο τέλος γενικεύεις αλλά η αρχή σου είσαι εσύ».  

Η Θεσσαλονίκη

Παιδί που αγαπά την πόλη και μένει σχεδόν στο κέντρο της, η Αλεξάνδρα είναι εθισμένη στη νύχτα. Τριγυρνάει στα στέκια της για καλό κρασί και πολλές μπύρες. Στο Silver Dollar, στο Bikers, στο Lucky Sparrow στα Λαδάδικα. Αποφεύγει να κλείνεται στους τοίχους της, ειδικά τα βράδια. Κι αν τύχει και δεν περάσει το κατώφλι της, μαγειρεύει κοτόπουλο για καλούς της φίλους και ακούνε Led Zeppelin, Beatles, Bessie Smith, Alman Brothers, Paul Rodgers και Blues Wire.

Είναι ένας προσγειωμένος άνθρωπος η Αλεξάνδρα. «Πιο προσγειωμένος από τη μαμά μου, που είναι γκρούπι μου», μου λέει η ίδια. Από τα ταλέντα που ξέρουν τη δυναμική τους, καλλιεργούνται όπως εκείνα θέλουν και κερδίζουν τον κόσμο τους μέρα με την ημέρα. Από τους ειλικρινείς και ακομπλεξάριστους καλλιτέχνες, που στην ερώτηση «έχεις όνειρα για το μέλλον;», απαντάνε:

«Ναι. Να ψηλώσω δέκα πόντους κι ένα για το παρελθόν: να είχα γεννηθεί κοκκινομάλλα».

Άλλωστε, βαθιά μέσα τους ξέρουν ότι δεν έχει σημασία μόνο να κάνεις όνειρα, αλλά να σχηματίζεις με τον καπνό σου μικρά σύννεφα που ‘ναι έτοιμα να βρέξουν μέλλον.

INFO

Άκου την Αλεξάνδρα στο «Feather» και στο «Smile» του V-Sag.

Άκου την Αλεξάνδρα να τραγουδά κομμάτια των Vello Leaf, όπως το «Now that we are» και το «One last tear», το οποίο περιλαμβάνεται και στο επίσημο soundtrack της ταινίας «Alter Ego».

Άκου την Αλεξάνδρα στο «Allthistime» μαζί με τους Basement High και μάθε για τις live εμφανίσεις τους μέσα από το facebook.

*Κείμενο: Κική Μουστακίδου. Δημοσιεύθηκε στο Pepper Magazine #14 , Απρίλης 2012. 

1/5/12 0 σκέψεις

Perfect Sense (2012)

«It's dark now but they feel each others breath
and they know all they need to know,
they kiss and they feel each others tears on their cheeks 
and if there had been anybody left to see them
then they would look like normal lovers, 
caressing each others faces, 
bodies closed together, 
eyes closed, 
oblivious to the world around them, 
because that is how life goes on.
Like that».



της Κικής Μουστακίδου*

«Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ' το χρόνο κι απ' το θάνατο πέρα, σε μια μοναχική παγκόσμια ένωση. Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει. Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου». Αν ο Μάικλ (Γιούαν Μακγκρέγκορ) μπορούσε να απαγγείλει στίχους του Γ. Ρίτσου πάνω από τον ώμο της Σούζαν (Έβα Γκριν), θα το έκανε. Θα φώναζε την πείνα του, τη δίψα του για εκείνη κι όλες οι ανθρώπινες αισθήσεις θα ανάβλυζαν ακόμη πιο ποιητικές σε αυτή την ταινία του Μακένζι.

Όχι πως δεν τα κατάφερε ο Βρετανός. Σκάρωσε ένα μελαγχολικό και συνάμα υπέρμετρα αισιόδοξο ποίημα με φόντο τη διαλυμένη από μια παγκόσμια πανδημία Γλασκώβη. Όταν οι άνθρωποι ξεκινούν να χάνουν τις αισθήσεις τους, μία προς μία, ένας άνδρας και μια γυναίκα ερωτεύονται και παλεύουν να κρατήσουν την ένωσή τους ζωντανή, έστω και με την απώλεια της όσφρησης, της γεύσης, της ακοής. ακόμη και της όρασης.

Οι δυο τους είναι το πρόσχημα. Το ζήτημα που τελικά θίγεται ξεπερνά το μοναδικό μεγαλείο του έρωτα. Είναι το σφίξιμο των δοντιών του ανθρώπου που στέκεται ξανά στα πόδια του μετά από κάθε κατάρρευση. Είναι τα όρια του, οι αντοχές που διαρκώς δοκιμάζονται μέσα από τη θλίψη της απώλειας. Η ζωή απέναντι στο θάνατο, η εξέλιξη απέναντι στη στασιμότητα, το μέλλον ενάντια στο παρελθόν. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα κινηματογραφικό περιβάλλον που δεν σου επιτρέπει να αποφύγεις την ταύτιση, όχι τόσο με τους ήρωες, αλλά με την ίδια την κατάσταση. Με τη γλυκόπικρη λύτρωση που σε γεμίζει υπαρξιακά ερωτηματικά: «That is how life goes on. Like that».

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Φιλμ Νουάρ




 
;