2/6/14

Το αγόρι που αγαπούσε το κορίτσι που αγαπούσε μια βραδιά


Τα καλοκαίρια ανθίζουν στις ταράτσες, εκεί που οι μεγάλοι έρωτες αποδέχονται συνωμοτικά την ήττα τους. Το αγόρι γνώριζε και την εποχή - ήταν Ιούνης, και τη συγκυρία - ήταν πια αργά. Της ετοίμασε το αγαπημένο της ποτό, δυο τρίτα ρούμι, ένα τρίτο λικέρ από φουντούκι, ακούμπησε για λίγο το παγωμένο ποτήρι στο μπράτσο της, όσο για να τη ξαφνιάσει δροσερά και κάθισε δίπλα της.

Το κορίτσι σήκωσε ψηλά τα μαλλιά της σε μια ύστατη προσπάθεια να θυμίσει στο αγόρι πώς χαϊδεύει το φεγγάρι την αριστερή φέτα του λαιμού της. Το αγόρι και το κορίτσι σώπασαν, μόνο το ελαφρύ αεράκι ακουγόταν και τα απλωμένα ρούχα που πάλευαν κρεμασμένα από μια κλωστή, ανάμεσα σε σκιές και ανερμήνευτα σύμβολα.

Κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια με την ίδια ένταση που απέφευγαν να διασταυρώσουν τα βλέμματά τους μερικά χρόνια πριν. Οι σκέψεις τους υπερέβαιναν τις λέξεις κι έπαιζαν με χειρουργική ακρίβεια τον λυτρωτικά πένθιμο σκοπό της βραδιάς. Το αγόρι ρηματοποίησε τα σωθικά του, σπάζοντας τη μελωδία της σιωπής.

Το αγόρι είπε: Δε θα μπορέσω ποτέ να σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες, δε θα μπορέσω ποτέ να βρω κάποια σαν εσένα, δε θα μπορέσω ποτέ να συνηθίσω την απουσία σου.

Το κορίτσι είπε: Αν δε μάθουμε να γυρνάμε τους δείκτες του ρολογιού προς τα εκεί που προστάζουν οι φόβοι μας, δε θα ξέρουμε ποτέ ποια είναι η κατάλληλη ώρα για μας. 

0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;