25/7/15

Αμιγώς αισθησιακό





«Μου δινόταν σαν ένας κατακλυσμός από κύμβαλα και νύχια […] 

Απαντώντας με το βογκητό της στο στόμα που ανέβαινε στους μηρούς της, στα χέρια που παραμέριζαν τα πόδια της για εκείνο το πρώτο βαθύ φιλί, η πνιγμένη κραυγή όταν η γλώσσα μου έφτανε στην κλειτορίδα της και γεννιόταν εκείνο το πιπίλισμα κι εκείνη η μικροσκοπική κι εντοπισμένη συνουσία, εγώ ένιωθα το χέρι της να χώνεται στα μαλλιά μου, να με τραβολογάει δίχως έλεος, φωνάζοντάς με με φωνή δυνατή και υποχρεώνοντάς με συγχρόνως να καθυστερώ οριακά, δίνοντάς της μια απόλαυση που ακόμα δεν ήταν δική μου, ο σκλάβος γονατισμένος πάνω στο χαλί, πιασμένος απ’ τα μαλλιά, υποχρεωμένος να παρατείνει την αλμυρή και ζεστή σπονδή, τα δάχτυλά μου αναζητούσαν πιο μέσα ακόμη το διπλό πέταλο του συνεσταλμένου της φύλου, ο δείκτης μου γλιστρούσε προς τα πίσω, έψαχνε την άλλη είσοδο, τη σκληρή και σταθερή, ξέροντας πως η Φρανσίν θα μουρμούριζε «όχι, όχι», αντιστεκόμενη στο διπλό συγχρονισμένο χάδι, συγκεντρωμένη μ’ έναν τρόπο σχεδόν άγριο στην εμπρόσθια απόλαυσή της, φωνάζοντας τώρα το όνομά μου με τα δυο της χέρια γαντζωμένα στα μαλλιά μου, και όταν θα γλιστρούσα παρασύροντάς την μαζί μου προς τα πάνω για να την ξαπλώσω με την πλάτη στα βάθη του κρεβατιού, θα ανασηκωνόταν και θα έπεφτε πάνω μου για να τυλίξει το φύλο μου με το ένα της χέρι και να το κατακτήσει με το στενό και τραχύ της στόμα που σιγά σιγά γέμιζε αφρό και σάλιο, σφίγγοντας τα χείλη της ώσπου να με πονέσει, παλουκωμένη σ’ ένα ατελείωτο λαχάνιασμα από όπου έπρεπε εγώ να την τραβήξω, γιατί δεν ήθελα να με πιει, τη χρειαζόμουν πιο βαθιά, στην παλίρροια της κοιλιάς της που με καταβρόχθιζε και πάλι μ’ έστελνε πίσω […]

Σπρώχνοντάς με ακόμα πιο δυνατά πάνω της μέχρι να την τεντώσει σαν τόξο ένας σπασμός, ή ήμουν εγώ ο πρώτος που βυθιζόταν ως τα όρια όταν η υγρή φωτιά άρχιζε να τρώει τους μηρούς μου, ενωνόμασταν σ’ ένα και μόνο βογκητό, στην απελευθέρωση αυτής της άφθαρτης δύναμης που για άλλη μια φορά ήταν πίδακας, δάκρυα και λυγμός, αργή βιτσιά της μιας στιγμής όπου ο κόσμος κατέρρεε και κυλούσε στο χαλί, στο όνειρο, στο μουρμουρητό της αναγνώρισης ανάμεσα σε αβέβαια χάδια και καυτό ιδρώτα».

Το βιβλίο του Μανουέλ, Χούλιο Κορτάσαρ, Εκδόσεις Κέδρος, 2008

0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;