10/2/10

Καβάτζα όπως λέμε Καρκίνος


Είχα καιρό να κάνω κουβέντα με ένα διαφορετικό μήκος κύματος. Κι εκεί που προσπαθούσα να του εξηγήσω πως η λάμψη στο μάτι μου κινδυνεύει να σβήσει, άκουσα την λέξη Καβάτζα. Κι ένιωσα σαν να άκουσα την λέξη Καρκίνος. Και μετά νόμισα πως θα πεταχτεί κάποιος από το συρτάρι, ή έστω από το διπλανό γραφείο, και θα φωνάξει:«Κατ, πάμε πάλι από την αρχή». Αλλά κανείς δεν πετάχτηκε και συνέχισα να ακούω χέρια να βαράνε πληκτρολόγια και τηλέφωνα να χτυπάνε υπερωρίες.

Καβάτζα. Ηξερα από πολύ μικρή «τι θα ήθελα να γίνω όταν μεγάλωσω». Και μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ μαζί του πριν καν μεγαλώσω. Ηθελα να γράφω για να μην βαριέμαι. Να γνωρίζω κάθε μέρα ιστορίες διαφορετικών ανθρώπων για να μπορέσω κάποτε να γνωρίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Να γράφω για να συγκινώ και να συγκινούμαι, κι ας μην το έχω καταφέρει ακόμα. Θα αργήσω να το καταφέρω αλλά νιώθω πως κάποια στιγμή θα το κάνω.

Και ξαφνικά βρίσκομαι να ασχολούμαι με αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις, μεσίτες, εργολάβους, ιδιοκτήτες ακινήτων και ουφ... Η μάνα μου χάρηκε που είδε το όνομά μου γραμμένο με κεφαλαία και έντονα γράμματα. Την δικαιολογώ και το ξέρει. Μόνο τον εαυτό μου δεν θα δικαιολογήσω αν πέσω στην παγίδα της Καβάτζας. Αν συμβιβαστώ με «ένα φύλλο που πουλάει» αλλά για μένα είναι άψυχο. Γιατί υπάρχει και το έμψυχο χαρτί, εκείνο που του δίνουμε εμείς την ψυχή μας για να αναπνεύσει. Και εκείνο, το δικό μου έμψυχο χαρτί, δεν βαραίνει από ποσοστά επί τοις εκατό και ανούσια νούμερα. Βαθαίνει από ιστορίες. Τις όποιες ιστορίες, των όποιων οι ιστορίες. Ω, ιστορίες...

0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;