14/9/10

Κοίτα. Αυτοί.


 «Κοίτα εγώ/ αν μου επιτρέπεις/ δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις/ κι είναι φορές που αναρωτιέμαι/ πώς καταφέρνω και κρατιέμαι». Το λεωφορείο στρίβει δεξιά. Στο φανάρι του Βαρδάρη, ένας άντρας περιμένει τη σειρά του, να ανάψει ένας πράσινος κύκλος για να διατρέξει τη δική του ευθεία. Τα πόδια του τον κρατούν μετά βίας. Είναι και τα δυο τους δύσμορφα και αδύναμα, σχεδόν ατροφικά. Είναι σαν να τον βαστά όρθιο ένα αόρατο, προσωπικό του στήριγμα. Το φανάρι ανάβει πράσινο, ο άντρας περνά και έπειτα στέκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο για ώρα. Περιμένει να δει αναμμένο ακόμη ένα πράσινο φως, πιο φωτεινό και ελπιδοφόρο από εκείνο του φαναριού αλλά τα χρώματα στη ζωή του έχουν πια τεθεί εκτός λειτουργίας.

«Κοίτα εγώ/ αν θες να ξέρεις/ είμαι όλα αυτά που αναφέρεις/ μόνο που κάπου κατά βάθος/ όποιος με ξέρει κάνει λάθος». Το λεωφορείο συνεχίζει την πορεία του προς τα δυτικά. Μια καμμένη από τον ήλιο φιγούρα κάθεται οκλαδόν στην άσφαλτο, ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τα μάτια του γυαλίζουν κι έχουν την λάμψη της τρέλας που δεν γιατρεύεται πια. Χαμογελά σε ανθρώπους σκυθρωπούς, πνιγμένους μέσα σε προβλήματα μικρά. Στο λαιμό του έχει περασμένες χάντρες πολύχρωμες, τις στροβιλίζει στα δάχτυλα του και δείχνει χαρούμενος σαν από παιδί. Σαν να γνωρίζει κάτι που οι άλλοι αγνοούν. Ή σαν να θυμάται κάτι που οι άλλοι επιμένουν να αφήνουν ξεχασμένο.

«Του το κρατάω αυτού του κόσμου/ που δεν μ’ ανήκει ο εαυτός μου/ γι’ αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω/ είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω». Δυτικά και πάλι, στην γκρίζα πλευρά της πόλης. Εξω από το ψυχιατρείο, ζωές εξαρτημένες από τον θάνατο προσποιούνται την απεξάρτησή τους. Συζητούν μεταξύ τους αποστεωμένα και καπνίζουν. Φωνάζουν, βρίζουν κι άλλες πάλι φορές ηρεμούν ανησυχητικά. Κάπου εκεί, σε παύσεις, σε σκέψεις που για δευτερόλεπτα χωρούν στο μυαλό τους, αφήνουν το θυμό στην άκρη και παλεύουν να πάρουν πίσω αυτό που έχασαν. Τον εαυτό τους στα για λίγο αποφασισμένα χέρια τους.

0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;