Την προηγούμενη φορά που του είχε κοπεί η όρεξη, ήταν στη
θεία του την Κατίνα. Στο Κατινάκι του, με τα ξανθά, μπουκλωτά μαλλιά που
μύριζαν λεμόνι κι εκείνες τις εμπριμέ ποδιές που πήγαινε κι αγόραζε από κάθε
ταξίδι της στην Τήνο. Εκείνη την μέρα, η θεία, που του είχε αδυναμία και τον
φώναζε πάντοτε κάθε δεύτερη Κυριακή να φάνε μαζί, φορούσε την ποδιά της
ανάποδα. «Μας μαζί είναι Παναγιά Η» διάβαζε εκείνος γύρω από τη μέση της και
γελούσε σιγανά κάτω από τη δεξιά του φούχτα όσο εκείνη τον ρωτούσε τι είχε
πάθει και του σκούνταγε τον ώμο για να δοκιμάσει τη σούπα, που ήταν νέα συνταγή
και «μέχρι και αγγέλους θα κατέβαζε στο τραπέζι της». Αφού σκέφτηκε για ποιο
λόγο μπορεί να θέλει κανείς να φιλοξενήσει λευκές φιγούρες με φτερά στο σπίτι
του, ξερόβηξε, σοβαρεύτηκε και κατάπιε μια κουταλιά.
«Πάλι λύσσα την έκανε τη σούπα η Κυρά Κατίνα» μουρμούρισε από
μέσα του κι απ’ έξω, της έδωσε ένα ζουμερό φιλί και ήπιε το νερό στην υγειά
της, για να μην προδώσει την αλμύρα του απ’ τα μάτια. «Δεν τρως», τον
στραβοκοίταξε εκείνη και πριν προλάβει εκείνος να βρει μια ανώδυνη δικαιολογία,
το Κατινάκι πήρε το πιάτο και το πέταξε στον απέναντι τοίχο, να γίνει χίλια
κομμάτια με κραυγή και κλάματα. Η εικόνα της Παναγίας, που κρεμόταν δίπλα σε
έναν πλεκτό, καδραρισμένο παπαγάλο, γέμισε κίτρινα ζουμιά και εκείνη έτρεξε να
τα σκουπίσει με την ομώνυμη, κακοβαλμένη ποδιά της. «Δεν αντέχω άλλο να
αντιδράς στο αλάτι μου» φώναξε κι άρχισε να ξεβιδώνει τις αλατιέρες της με
νεύρο για να χυθούν οι λευκοί κόκκοι τους επάνω στο τραπέζι. «Όταν θα χιονίζει,
εμένα θα θυμάσαι. Θα νιώθεις μοναξιά και θα σου λείπει η λύσσα μου», τσίριξε.
Εκείνος δεν κατάλαβε ποτέ του τι ακριβώς έγινε εκείνη τη μέρα, και δεν τη
ρώτησε ποτέ τις δεύτερες Κυριακές που την επισκεπτόταν στο Ίδρυμα και της
δώριζε ποδιές από την Τήνο.
Αυτή τη φορά που του κόπηκε η όρεξη, χιόνιζε. Θυμήθηκε το
Κατινάκι. Ένιωθε μόνος και είχε την ανάγκη να φάει κάτι αλμυρό. Οτιδήποτε,
αρκεί να κολλούσε το αλάτι στον ουρανίσκο του και να θυμόταν τις τόσες σούπες
της θειας του, που δεν εκσφενδονίστηκαν πουθενά, δεν λέρωσαν κανέναν τοίχο. Εκείνες
που έτρωγε, χωρίς να πάρει χαμπάρι η ξανθιά του αγαπημένη αγκαλιά πόσο τις
μισούσε. Βούτηξε τρεις φορές το κουτάλι του στο αλάτι και το ‘φερε άλλες τόσες
μέσα στο στόμα του. Αναθεματισμένη λύσσα. Κοκκίνισε και οι πόροι του ικέτευαν
νερό. Βγήκε στο μπαλκόνι, έφαγε μια χούφτα χιόνι και χαμογέλασε με μια ανάμνηση
του μοναδικού του ανθρώπου που ‘χε για λογικό και αποδείχτηκε όχι τρελός, αλλά αλλιώς.
Τον πήρε ο ύπνος μέχρι να ξημερώσει.
Τουλάχιστον, ακόμα ξημερώνει.
*Γράφτηκε με αφορμή τη «Βιβλιοθήκη στο πάρκο» της ομάδας Why not
0 σκέψεις:
Δημοσίευση σχολίου