κυοφορώντας μιαν ήπειρο
-
Νέα γη που δεν πήρε απ’ την μάνα κι όσο για πατέρα σίγουρα δεν έχει με
κανέναν δεν θα μοιάζει δεμένη με τον κόσμο μα κι ελεύθερη. — Νέα γη,
ακούραστη αμό...
Από τις άκρες των δαχτύλων μου στάζει το αίμα της Απάθειας. Μου την μετάγγισαν χιλιάδες ζευγαρωτά μάτια που συναντώ έξω και μέσα στα ψυχροκήπιά τους. Την σκοτώνω κάθε φορά που αυτή ανασταίνεται κι είναι κάτι μέρες δίχως ανάσα που επιλέγει να έρθει και πάλι στη ζωή. Την σκοτώνω και με το αίμα της χαράζω μια άλλη πορεία, που φροντίζει και πάλι να εξαφανίσει. Να βάψει τον πάγο μου με χρώμα λευκό, να μην προλάβω να τον δω να λιώνει. Να χάσω και πάλι εκείνα τα ίχνη τα κόκκινα από το αίμα της, πάνω που έμαθα σιγά - σιγά να τα περπατώ ακόμη και μέσα στο σκοτάδι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σκέψεις:
Δημοσίευση σχολίου