Γύρω στα έξι με επτά μου χρόνια, παραπάνω δεν θα ήμουν. Κάθε απόγευμα βουτούσα στο κρεβάτι της γιαγιάς μου και βλέπαμε μαζί τη «Λάμψη». Θυμάμαι μια το Γιάγκο να σφίγγει το ποτήρι με το ουίσκι στις παλάμες του και μια τη γιαγιά μου να της τρυπά το χέρι το τσιγκελάκι. Μια να ζορίζεται ο Γιάγκος, μια να γλύφει το αίμα η γιαγιά.
Και το ποτήρι τελικά του Δράκου έσπαγε, κι εγώ εκείνη την εικόνα αιχμαλώτιζα στην ελεφάντινη μνήμη μου. Περίμενα να σβήσουν τα φώτα, να κοιμηθούν όλοι, να στάξω λίγο νερό αντί για ουίσκι σε ένα γυάλινο, χαμηλό ποτήρι και να το σφίγγω με όλη μου τη δύναμη. Μια το ποτήρι έσφιγγα και μια τα δόντια μου. Και δεν έσπαγε ποτέ το γυαλί στο χέρι μου. «Ευτυχώς», θυμάμαι ανακουφισμένη τώρα. Εφυγε αναίμακτα η σαπουνόπερα από τη ζωή μου.
Γύρω στα οκτώ με εννιά μου χρόνια, παραπάνω δεν θα ήμουν. Μια διαφήμιση στη τηλεόραση έδειχνε ένα σεντόνι κρεμασμένο σε σχοινί, πλυμμένο με το τάδε λευκαντικό απορρυπαντικό. Ο κύριος που μιλούσε έκανε ένα σάλτο και έμπαινε μέσα στο σεντόνι, περπατούσε τις ίνες και ισορροπούσε σε κλωστές.
Γύρω στα οκτώ με εννιά μου χρόνια, παραπάνω δεν θα ήμουν. Μια διαφήμιση στη τηλεόραση έδειχνε ένα σεντόνι κρεμασμένο σε σχοινί, πλυμμένο με το τάδε λευκαντικό απορρυπαντικό. Ο κύριος που μιλούσε έκανε ένα σάλτο και έμπαινε μέσα στο σεντόνι, περπατούσε τις ίνες και ισορροπούσε σε κλωστές.
Και εγώ περίμενα να απλώσει η μαμά μου τη μπουγάδα, τα «άσπρα» κατά προτίμηση. Εκεί που κουλουριάζονταν τα σεντόνια μέχρι να τεντωθούν στα σχοινιά. Κι έπαιρνα φόρα κι έτρεχα με το κεφάλι να προλάβω να μπω στον κόσμο της Φαντασίας μου. Κι ήταν με το κεφάλι πάλι που έπεσα στο πραγματικό μου Τσιμέντο και έμαθα, καθόλου αναίμακτα αυτή τη φορά, πως μάλλον δεν υπάρχει τίποτα πέρα από αυτό που βλέπουμε με τα θνητά μας μάτια..
Γύρω στα είκοσι με είκοσι ένα μου χρόνια, παραπάνω δεν είμαι και ούτε θα ήθελα να γίνω ποτέ. Η «Λάμψη» δεν παίζεται πια τα απογεύματα. Η γιαγιά δεν παρακολουθεί τηλεόραση και δεν πλέκει τα προικιά με το τσιγκελάκι. Αλλωστε, δεν βλέπει καλά ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Στα χέρια μου δεν θέλω να σπάσω ένα ποτήρι με ουίσκι αλλά τον τέρμα μεθυσμένο κόσμο. Κι όσο για τα σεντόνια, ακόμα κι αν απλώνονται δεν τα προσέχω καν, μιας και το Τσιμέντο επικράτησε μόνιμα της Φαντασίας μου.
0 σκέψεις:
Δημοσίευση σχολίου