22/11/10

Φάντασμα σε καπνομάγαζο.



Μαντρωμένος σε μια εγκατάλειψη. Αυτό είσαι. Η αλήθεια πονάει, το ξέρω. Το ξέρεις. Πάνε κάτι μέρες τώρα που τις μόνες πόρτες διαφυγής σου τις σφράγισε μια τυπική διαδικασία. Ηλεκτροσυγκόλληση τη λένε. Συστηθήκατε τώρα πια. Οι εργάτες έβαλαν φωνή και δεν απάντησες. Δεν είσαι ζωντανός, πώς να το κάνεις; Τα φαντάσματα δεν μιλούν, μόνο τρομάζουν. Τους άλλους. Εκλεισαν οι πόρτες μια για πάντα. Τόσο τυπικά. Το παρατημένο καπνομάγαζο δεν θα βαφτεί, δεν θα γκρεμιστεί, δεν θα αξιοποιηθεί. Απλώς δε θα ζει κανείς παρασιτικά μέσα του.

Εκτός από σένα. Βέβαια εσύ δεν ζεις παρασιτικά σε αυτό. Δε ζεις. Είσαι ένα καπνισμένο φάντασμα μιας νεκρής εποχής. Γλίστρησες στον τοίχο, άνοιξες πληγές στην πλάτη σου και σωριάστηκες σε μια γωνία. Είναι σαν να σε βλέπω. Περιτριγυρισμένος από χιλιάδες μισόλιτρα γάλατα. Γάλα δεν έδιναν πάντα στις γυναίκες που έτριβαν στα χέρια τους καπνά; Τους ρουφούσαν το οξυγόνο και τους χάριζαν ασβέστιο. Λες και μπορεί το ένα να αντικαταστήσει το άλλο.

Χτύπα. Δεν ακούγεσαι, δεν προκαλείς καν θόρυβο. Δεν μπορείς να το κάνεις. Τα βράδια που περνούσα έξω από σένα, σε φοβόμουν. Τα βράδια που περνάω έξω από σένα, σε φοβάμαι. Αν όχι εσένα, το κτίριο που έγινε επίσημα ο σφραγισμένος σου τάφος. Μου θύμιζε πάντα το ερημωμένο αρχοντικό που είχε πλάσει η φαντασία μου στα δώδεκά μου. Τότε που ο δάσκαλος μου είχε προτείνει να γράψω ένα βιβλίο και εγώ τον πίστεψα, πίστεψα ότι μπορώ και άρχισα να ταξιδεύω με το μυαλό μου. Σκέφτηκα μια εγκαταλειμένη έπαυλη σε ένα αχανές δάσος, μια παρέα παιδιών που δεν δίστασε να την εξερευνήσει και μια όμορφη πριγκίπισσα παγιδευμένη στον καθρέφτη της. Κάθε ρωγμή του και μια περιπέτεια. Αυτό φοβάμαι. Ξεκίνησα κάτι που δεν τελείωσα ποτέ. Και για κάποιον περίεργο λόγο, φταις κι εσύ για αυτό. Εσύ και η προκλητική φωλιά σου. Οσο περνάω από μπροστά σου, θα θυμάμαι πως κάτι πίσω μου έχω αφήσει ημιτελές. Κάτι που όσο δεν θα τελειώνει, δεν θα τελειώνεις κι εσύ.

Δηλητήριο. Δηλητηριώδης υπήρξες μέχρι να εξαϋλωθείς. Το γράφει κι η ταλαιπωρημένη από τις σταγόνες της βροχής ταφόπλακά σου. Είναι σαν να σε βλέπω. Στριμωγμένος από γάλατα και με μια τεράστια, γελοία μάσκα να σε προστατεύει. Να προστατεύει τι; Δεν κινδυνεύεις. Δεν πρόκειται να αρρωστήσεις. Εσύ και το κτίριο που αγάπησες να εγκλωβίζεσαι μέσα του μολύνατε όσες γυναίκες μπορέσατε. Αυτό ήταν. Τις μολύνατε μέχρι το κόκκαλο. Και τότε ήταν που χαρίζατε σε αυτές και τα παιδιά τους διπλή μερίδα γάλατα. Τους ενός λίτρου, όχι του μισού. Λες και το γάλα ξεπλένει τις τύψεις.

Αυτό είναι. Είσαι καταδικασμένος να μη ζεις αλλά ούτε και να ζεις σε ένα ερειπωμένο καπνομάγαζο, ποτισμένο με χημικά και με κλεισούρα, σφραγισμένο για πάντα, δίπλα σε ληγμένα κουτιά της μεβγάλ και σε θρυμματισμένο καπνό. Γεμάτος από τύψεις. Ενα άδειο φάντασμα γεμάτο από τύψεις.

0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;