1/10/09

Ψευδώνυμο Ανθρωπος


Ξέρω, γνωρίζεις πως υπάρχει. Είναι μια αρχόντισσα με καμπούρα, που κουβαλάει στις μικροκαμωμένες πλάτες της κουρασμένα παραμύθια. Σου κάνουν εντύπωση οι χιλιοτρυπημένοι της σάκοι. Τους ακουμπάει δίπλα στα γυμνά της πόδια. Σε αυτά τα πόδια που έχουν πατήσει σε άσφαλτο που καίει και σε παγωμένα πεζοδρόμια. Τι λογής κούφια διαμάντια να κουβαλάει άραγε; Ψάχνει να βρει στον κάδο το εισιτήριο που πέταξες...Για να το ακυρώσει στο λεωφορείο της δικής της παρολίγον ζωής.

Δεν κοιτάς απέναντί σου. Προσπάθησε όμως να ρίξεις το βλέμμα σου στην ακτίνα της σκιάς της. Ασε τα βαριά από ντροπή βλέφαρα να σηκωθούν και να την κοιτάξουν τώρα που πίνει διψασμένα από ένα μισοάδειο κουτί αναψυκτικού. Ντροπή για σένα, ντροπή για μένα, ντροπή που λέγεσαι άνθρωπος.

Θέλεις να της πεις πως υπάρχει Θεός. Κι αν όμως δεν υπάρχει; Κρατάς ένα μπουκάλι νερό και το αφήνεις σε μια γωνιά, μήπως περάσει και το δει. Ελπίζεις να το δει. Εκείνη το προσπερνά, λες και κατάλαβε πως είναι ποτισμένο με οίκτο. Και το λεωφορείο σου φτάνει. Και ανεβαίνεις την πόρτα που ανοίγεται μπροστά σου. Και βουρκώνεις με τη γενναία ψυχή που χάνεται πίσω σου. Και βάζεις τα κλάματα με το δειλό σκοτάδι που βρίσκεται μέσα σου.

0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;