1/10/09

Είναι η πρώτη μέρα του Μάρτη. Αυτού του μήνα που έχει βάλει του ανθρώπους σε μια μάταιη συνήθεια να του πλέκουν φυλαχτό. Να φυλά τον Ηλιο που ξυπνά από τη χειμερία νάρκη και κατακαίει τα παρθένα κορμιά. Ακανόνιστες κλωστές, ανυποψίαστοι καρποί. Ανούσιες προλήψεις με μια γλυκιά χαραμάδα στο παρελθόν.

Κουβαλάω προσεκτικά δυο κουτιά με παπούτσια. Μια ανιαρή δουλειά με παπούτσια και εγώ κλεισμένη σε μια αποθήκη να φυσάω τις σκόνες τους. Και να παρακαλάω να μην φτάσω σε σημείο να σκουπίζω με τα ερημωμένα χέρια μου τους δικούς μου καλά κεντημένους ιστούς.

Δεν σκοτεινιάζω με τα παπούτσια που μου φορτώσαν. Με τη συνήθεια μερικών τα βάζω να κουβαλάν τα μυαλά τους. Πολύ δεξιά και λιγότερο αριστερά, περιπλανιούνται σε ένα κενό 24ωρο. Απελπιστικά άδειο για τους έξω, απλήστως άπληστο για τους ίδιους. Ανθρωποι που έχουν αργήσει την ζωή τους και περιμένουν να φτάνουν νωρίς οι άλλοι. Ει, εσύ...Εσύ που κουβαλάς τα μυαλά σου, παρ΄το χαμπάρι, μια ζωή καθυστερημένος θα είσαι!

Αυτή είναι η διαφορά μας. Εγώ δεν το κουβαλάω το μυαλό μου, προχωρράω δίπλα του. Και αυτό μαζί μου. Και σκέφτομαι ένα γιατί χωρίς εξήγηση και ένα αυθαίρετο πως. Και σκέφτομαι πως κουβαλάω τα παπούτσια όλου του κόσμου...

(Αφιερωμένο σε έναν ανθρωπάκο που με την αρνητική του ενέργεια και τα άθλια διαλογής παπούτσια του, μου έφερε γούρι.)

0 σκέψεις:

Δημοσίευση σχολίου

 
;